Κριτική στην κυβέρνηση για την απόφασή της να συστήσει ομάδα κορυφαίων οικονομολόγων ασκεί με ανακοίνωσή του ο τομεάρχης Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Στην ανακοίωσή του αναφέρει: «Διαβάζω ότι ο κ. Μητσοτάκης ψάχνει τον «Τσιόδρα της οικονομίας» και για αυτό θα αναθέσει τους σχεδιασμούς της αναπτυξιακής στρατηγικής σε «ομάδα κορυφαίων Ελλήνων οικονομολόγων». Αρχικά αν ο κ. Μητσοτάκης θέλει “Τσιόδρα της οικονομίας” καλά θα έκανε να σταματήσει να εφαρμόζει ανοσία της αγέλης σε αυτήν. Αν κλείσουν χιλιάδες επιχειρήσεις και μείνουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι άνεργοι θα είναι αργά».
Υποστηρίζει δε ότι «μια νέα επιτροπή με νέους «σοφούς» δεν αποτελεί και ακριβώς ψήφο εμπιστοσύνης στους δύο βασικούς υπουργούς των Οικονομικών και της Οικονομίας» και προσθέτει: «Αποτελεί όμως ψήφο εμπιστοσύνης στο παλιό επιστημονικό προσωπικό που χρησιμοποίησε όλο το εκσυγχρονιστικό αφήγημα το οποίο οδήγησε στις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και ήταν βασική αιτία της κρίσης του 2009. Είναι το ίδιο επιστημονικό προσωπικό που και μετά την κρίση διατυμπάνιζε ότι τα μνημόνια είναι χρυσή ευκαιρία να εφαρμοστούν όσες από τις ίδιες πολιτικές δεν προλάβανε πριν από την κρίση. Η επιτροπή αυτή καθαυτή αποτελείται και από ξινισμένο κρασί και παλιά μπουκάλια. Μέλη της είχαν λανθασμένα προβλέψει τέταρτο μνημόνιο. Το 2010 είχαν προτείνει μεταξύ άλλων: Να τεθούν υποχρεωτικά σε άδεια οι «πλεονάζοντες δημόσιοι υπάλληλοι» (sic) με τις αποδοχές τους να μειώνονται κατά 20% για τα τρία πρώτα χρόνια και κατά 40% τα επόμενα δύο, την απελευθέρωση όλων των αγορών εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών, υποχρεωτική ιδιωτική ασφάλιση υγείας. Εύχομαι οι προτάσεις αυτές αλλά και η λογική τους να έχουν αναθεωρηθεί. Αλλιώς η πρόβλεψή τους για 4ο μνημόνιο κινδυνεύει να καταστεί τώρα αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Με την πολύ κυριολεκτική έννοια του όρου».
Καταλήγοντας, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, υποστηρίζει ότι «σε κάθε περίπτωση, το τι θα συμβεί στην ελληνική Οικονομία και για το πως θα αξιοποιηθεί το ευρωπαϊκό πακέτο είναι απαραίτητο να υπάρξει εκτεταμένη συζήτηση στη Βουλή αλλά και στην κοινωνία. Γιατί οι αποφάσεις που λαμβάνονται ερήμην της κοινωνίας σπανίως την περιλαμβάνουν».