Τα επισφαλή δάνεια των ισπανικών τραπεζών αυξήθηκαν τον Οκτώβριο στο 13% των συνολικών πιστώσεων, ποσοστό που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ εδώ και περισσότερα από πενήντα χρόνια, παρά την επικείμενη έξοδο της χώρας από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα αρωγής προς τον τομέα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.
Αυτές οι επισφαλείς πιστώσεις, οι οποίες είναι κυρίως παρούσες στην αγορά ακινήτων (δάνεια εργολάβων και ιδιωτών που υπάρχει κίνδυνος να μην αποπληρωθούν) ανήλθαν τον Οκτώβριο σε 190,97 δισ. ευρώ, ήταν δηλαδή τρία δισ. ευρώ περισσότερα απ’ ό,τι το Σεπτέμβριο, ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ισπανίας.
Οι πιο κακοπληρωτές είναι οι εργολάβοι ακινήτων, το ποσοστό των επισφαλών πιστώσεων των οποίων ανέρχεται σε 33,7%, ενώ οι ιδιώτες αποπληρώνουν καλύτερα τα δάνεια που πήραν για να αγοράσουν ή να ανακαινίσουν μια κατοικία, με το ποσοστό των επισφαλών πιστώσεών τους να ανέρχεται σε 5,4%. Όμως κι αυτοί οι δύο αριθμοί βρίσκονται επίσης σε ιστορικά υψηλό επίπεδο.
Δείκτης της ευάλωτης θέσης των τραπεζών, οι επισφαλείς πιστώσεις άρχισαν να αυξάνονται στον απολογισμό όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας μετά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων το 2008.
Ο τραπεζικός τομέας, ο οποίος υπέστη μεγάλο πλήγμα από τη φούσκα αυτή, επωφελήθηκε από ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα βοήθειας ύψους 41,3 δισ. ευρώ, το οποίο υιοθετήθηκε τον Ιούνιο του 2012 και από το οποίο πρόκειται να βγει στο τέλος Ιανουαρίου.
Στο πλαίσιο της διάσωσης αυτής, η Ισπανία δημιούργησε μια «κακή τράπεζα», την οποία ονόμασε «Sareb», για τα στεγαστικά ενεργητικά που θεωρούνται τα πιο τοξικά.
Για πρώτη φορά μέσα σε 17 μήνες, το ποσοστό και το ύψος των επισφαλών δανείων είχαν μειωθεί το Δεκέμβριο, μετά τη μεταβίβαση στη «Sareb» στοιχείων του ενεργητικού τεσσάρων εθνικοποιημένων τραπεζών. Όμως άρχισαν να αυξάνονται και πάλι και διατηρούνται σε επίπεδο ρεκόρ από την αρχή των σχετικών στατιστικών, το 1962.
Κατά την προηγούμενη μεγάλη οικονομική και τραπεζική κρίση που είχε πλήξει την Ισπανία στη δεκαετία του 1990, τα επισφαλή δάνεια είχαν φθάσει το Φεβρουάριο του 1994 στο ύψος ρεκόρ του 9,15%, το οποίο έχει πλέον κατά πολύ ξεπεραστεί.