Στον κίνδυνο να προκληθεί μια νέα κρίση δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη, εάν δεν ληφθεί κοινή δημοσιονομική δράση από τα κράτη – μέλη, αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Για την Ελλάδα προβλέπει αύξηση των «κόκκινων» δανείων και επιδείνωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg και όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, πρότεινε να εκδοθούν ευρωομόλογα, λύση η οποία υποστηρίζεται από τις πιο ευάλωτες χώρες της Ευρωζώνης, αλλά δεν βρίσκει σύμφωνη τη Γερμανία και τους δορυφόρους της. Επίσης, ζήτησε από τους ηγέτες να σταματήσουν να διαμαρτύρονται και να σχηματίσουν μια «ισχυρή συμμαχία» για την καταπολέμηση του κοροναϊού.
«Τώρα είναι η ώρα για κοινή δράση και αλληλεγγύη», είπε χαρακτηριστικά, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα. «Οι ηθικοί κίνδυνοι δεν πρέπει να είναι οι κύριοι καθοριστικοί παράγοντες των ενεργειών μας σήμερα».
Οι υπό όρους πιστωτικές γραμμές δεν είναι κατάλληλες
Ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι ο ESM διαδραματίζει πολύ σοβαρό ρόλο, αλλά υπό όρους οι πιστωτικές γραμμές δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο σε μια πανδημία και «δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις τρέχουσες συνθήκες», συμπληρώνοντας ότι «η έκδοση κοινών ομολόγων αποτελεί την (ενδεδειγμένη) κοινή δράση εναντίον του κοινού εχθρού».
Υπενθυμίζεται ότι, η ΕΚΤ σχεδιάζει μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης που υπερβαίνουν το 1 τρισ. ευρώ μαζί με άλλα μέτρα στήριξης για να αποφευχθεί η συρρίκνωση των δανείων και να καταπολεμηθεί η οικονομική επιβάρυνση από την πανδημία του κορονοιού. Η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προσπαθεί επίσης να πείσει τους Ευρωπαίους ηγέτες να συμφωνήσουν στην έκδοση ευρωομολόγων.
Τα «κόκκινα» δάνεια θα αυξηθούν
Ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ακόμη ότι τα επίπεδα του δημοσίου χρέους πρόκειται να αυξηθούν κατά 10 έως 20 ποσοστιαίες μονάδες, εξαιτίας της αύξησης των δημοσίων δαπανών για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Ο ίδιος εκτίμησε επίσης ότι είναι πιθανό να επιδεινωθεί η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, και να αυξηθούν περαιτέρω τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Επιπλέον, υποστήριξη ότι «τα ζητήματα βιωσιμότητας του χρέους ενδέχεται να εμφανιστούν ξανά όταν το η πανδημία έχει τελειώσει, γεγονός που θα παρεμποδίσει τις προοπτικές ανάπτυξης», ωστόσο -όπως επισήμανε- «η ΕΚΤ έχει δείξει ευελιξία και κοινό νου. Πρέπει να αποδειχθεί ότι το ίδιο πνεύμα, ευελιξίας και ρεαλισμού θα επιδείξουν και τα άλλα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα».