Νόμιμη και συνταγματική έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος του νόμου 3986/2011 στους επιτηδευματίες και ελεύθερους επαγγελματίες.
Σύμφωνα με σκεπτικό του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου το τέλος επιτηδεύματος επιβλήθηκε ως μέτρο αναγκαίο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων, ενόψει των δημοσιονομικών συνθηκών που διέρχεται η χώρα και δεν καταβάλλεται έναντι ειδικής αντιπαροχής, ήτοι έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας προς τους βαρυνομένους με αυτό.
Η πλειοψηφία των Συμβούλων της Επικρατείας δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό ότι το τέλος επιτηδεύματος είναι κεφαλικός φόρος διότι ταυτίζεται το υποκείμενο με το αντικείμενο του φόρου και διατύπωσαν την συγκλίνουσα γνώμη ότι έχει τον χαρακτήρα φόρου ο οποίος επιβάλλεται όχι επί του εισοδήματος αλλά επί των συναλλαγών, καθόσον αντικείμενο του φόρου είναι οι συναλλαγές, που τεκμαίρεται ότι διενεργούνται κατά την άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών.
Ακόμη, το ΣτΕ έκρινε ότι ο νόμος 3986/2011 δεν αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος που ορίζει στην παράγραφο 1 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», αλλά και στην παράγραφο 5 που αναφέρει ότι: «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Όπως ξεκαθάρισε το Δικαστήριο η επιβολή του εν λόγω φόρου βάσει χρονικών, τοπικών και πληθυσμιακών κριτηρίων δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο φορολογήσεως διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και, κατ’ ακολουθίαν, δεν παραβιάζει τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές.
Τέλος, το ΣτΕ απέρριψε τα επιχειρήματα περί παραβίασης της αρχής της ισότητας και μεταξύ των ίδιων των βαρυνομένων με το τέλος επιτηδεύματος (διότι κατά νόμο ν. 3986/2011 προβλέπεται εξαίρεση από την επιβολή του τέλους στους επιτηδευματίες που ασκούν ατομική επιχείρηση και υπολείπονται 3 έτη έως τη συνταξιοδότησή τους, ενώ αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υπάρχει για τους ελεύθερους επαγγελματίες) αναφέροντας πως «οι ασκούντες ατομική επιχείρηση δεν τελούν, κατ’ αρχήν, υπό τις ίδιες συνθήκες με τους ελεύθερους επαγγελματίες ως προς τον χρόνο και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, ούτε εξάλλου όλες οι κατηγορίες των ελευθέρων επαγγελματιών μεταξύ τους, ενώ δεν προβάλλονται ειδικότεροι ισχυρισμοί περί της ομοιότητας συνθηκών ως προς την άσκηση του ελευθέρου επαγγέλματος και της ατομικής επιχείρησης».