Το ΙΟΒΕ προβλέπει στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το 2020 ανάπτυξη έως 2,5%, αλλά και υποχώρηση της ανεργίας.
Συγκεκριμένα η κλιμάκωση ανάπτυξης το 2020, κυμαίνεται από 2,2-2,5%, από μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα, λόγω πιστωτικής επέκτασης, φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις, έργα σε αποκρατικοποιήσεις/παραχωρήσεις, νέα αύξηση εξαγωγών (+5,5-6%) και ανάκαμψη ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%).
Παράλληλα, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ – ΜΠΕ, το ΙΟΒΕ εκτιμά νέα υποχώρηση της ανεργία στο 15,5%
Όπως ανέφερε επίσης, κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε στάδιο επιταχυνόμενης πραγματικής μεγέθυνσης.
Ο ρυθμός της για το προηγούμενο έτος εκτιμάται οριακά άνω του 2% ενώ για το τρέχον αναμένεται σχετικά υψηλότερος, στην περιοχή του 2,2% με 2,5%. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη και το οικονομικό κλίμα ευρύτερα ενισχύονται σε υψηλά επίπεδα 20ετίας και 12ετίας, αντίστοιχα.
Το κόστος χρηματοδότησης αποκλιμακώνεται στο Δημόσιο και, σταδιακά, και στο ιδιωτικό επίπεδο. Σημαντικοί τομείς, όπως ο τουρισμός, συνεχίζουν να έχουν θετική συμβολή, ενώ άλλοι, όπως η οικοδομή, ανακάμπτουν από πολυετή λήθαργο, τόνισε ο Νίκος Βέττας.
Οι εξαγωγές εξακολουθούν να κινούνται θετικά. Η άρση της ακραίας αβεβαιότητας, που κυριάρχησε για μια σχεδόν δεκαετία, έχει από μόνη της ευεργετικά αποτελέσματα. Η επόμενη χρονιά θα είναι η πρώτη μετά από μια δεκαετία, όπου η ελληνική οικονομία θα μπορεί να είναι περισσότερο στραμμένη στις προκλήσεις του μέλλοντος παρά στα προβλήματα που κληρονομεί από το παρελθόν, ανέφερε ο κ. Βέττας.
Επισήμανε ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν θα είναι χωρίς εμπόδια και δυσκολίες. Υπάρχουν δομικές παθογένειες, ασθενής παραγωγική βάση και υψηλό εξωτερικό δημόσιο χρέος. Παρά την προσαρμογή, χαρακτηρίζεται ακόμη από χαμηλό βαθμό καινοτομίας, μικρή συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ και χαμηλή παραγωγικότητα. Το συνολικό επίπεδο επενδύσεων στη χώρα μας παραμένει καθηλωμένο περίπου στο μισό από αυτό που θα χρειαζόταν για τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης, ανέφερε μεταξύ άλλων.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, μετά τα επόμενα λίγα χρόνια, όπου αναμένεται βελτίωση, τα θεμελιώδη της οικονομίας δεν την τραβούν μεσοπρόθεσμα από το 2% προς το 3%, αλλά την υποβιβάζουν προς το 1% ετήσιας πραγματικής μεγέθυνσης. «Θα είναι λοιπόν ιδιαίτερα χρήσιμο να γίνει κατανοητό πως η πορεία ενδυνάμωσης της οικονομίας δεν έχει τελειώσει, ούτε θα είναι αυτόματη.
Θα απαιτηθούν στοχευμένες πολιτικές, όσο και οριζόντιες, ειδικότερα στα συστήματα φορολογίας συντάξεων και εκπαίδευσης. Ο στόχος πρέπει να είναι να αυξηθεί συστηματικά η αμοιβή της εργασίας και της επιχειρηματικότητας στη χώρα» σημείωσε προσθέτοντας πως μόνο εάν αυτό συμβεί η μεγέθυνση της οικονομίας που καταγράφεται σήμερα θα οδηγήσει σε συνθήκες για ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
Εκτίμησε επίσης ότι οι πρόσφατες παρεμβάσεις καθιστούν το σύστημα φορολογίας εισοδήματος ακόμη περισσότερο προοδευτικό και διατηρούν ακραία υψηλή επιβάρυνση για το σχετικά μικρό ποσοστό του πληθυσμού που πληρώνει φόρους.
Από κοινού με τις παρεμβάσεις που έχουν ανακοινωθεί στο ασφαλιστικό σύστημα, ευνοούν σχετικά περισσότερο την αυτοαπασχόληση και μικρή επιχειρηματικότητα σε σύγκριση με την μισθωτή απασχόληση, εξέλιξη που δεν συντείνει στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και εξωστρέφειάς της οικονομίας, προσέθεσε και πρότεινε: Προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν ιδιαίτερα θετική η μείωση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών στη μισθωτή εργασία, του ιδιαίτερα υψηλού ορίου του ασφαλιστέου εισοδήματος, της ενίσχυσης της ανταποδοτικότητας και ευελιξίας των συντάξεων μέσω δεύτερου και τρίτου πυλώνα, και η άμβλυνση της ακραίας προοδευτικότητας του φορολογικού εισοδήματος.