Το εύρος της επιβράδυνσης της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας αναμένεται να δείξουν τα στοιχεία για τη γερμανική οικονομία, που θα δημοσιοποιηθούν αργότερα σήμερα το πρωί για την πορεία της το τρίτο τρίμηνο, αναζωπυρώνοντας ταυτόχρονα τον έντονο διάλογο για τη δημοσιονομική ορθοδοξία της.
Μετά τη συρρίκνωση κατά 0,1% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο, εκτιμάται ότι το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Γερμανίας μειώθηκε κατά ακόμη 0,1% από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο, σηματοδοτώντας την πρώτη «τεχνική ύφεση» της γερμανικής οικονομίας έπειτα από εννιά χρόνια, σύμφωνα με οικονομολόγους που ερωτήθηκαν σχετικά από την Factset, εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Παρότι η Γερμανία είχε αποφύγει μόλις και μετά βίας στα τέλη του 2018 το να καταγράψει δύο συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης του ΑΕΠ, μια διαπίστωση γίνεται σχεδόν ομόφωνα: η βιομηχανία, παραδοσιακά η ατμομηχανή της γερμανικής ανάπτυξης, έχει μετατραπεί σε βαρίδι για τη γερμανική οικονομία τον τελευταίο χρόνο και πλέον, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.
Τον Σεπτέμβριο η βιομηχανική παραγωγή απογοήτευσε, υποχωρώντας κατά 0,6% σε μηναία βάση, επηρεασμένη από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, το ατέλειωτο σίριαλ του Brexit και τις απειλές του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ πως θα επιβάλλει τιμωρητικούς δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα.
Μένει να απαντηθεί αν η εσωτερική κατανάλωση, που αποδίδεται στην ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας, θα συνεχίσει να αντισταθμίζει τις αρρυθμίες των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Η κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού», που ανέμενε να καταγραφεί το 2019 ανάπτυξη με μέτριο ρυθμό — 0,5% — αναθεώρησε τον Οκτώβριο προς το χειρότερο την πρόβλεψή της για το 2020 και δεν αναμένει πλέον παρά να ανέλθει στο 1% του ΑΕΠ, έναντι 1,5% που εκτιμούσε ότι θα ήταν την άνοιξη.
Το «μαύρο μηδέν»
Το κλίμα ανησυχίας για την ύφεση αναζωπυρώνει στη Γερμανία τον διάλογο για το λεγόμενο Schwarze Null (κατά λέξη «μαύρο μηδέν»), τον κανόνα για τον ισορροπημένο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, που τηρείται απαρέγκλιτα από το 2014.
Καθαρά πολιτική δέσμευση, ο κανόνας αυτός ήρθε να αυστηροποιήσει τη συνταγματική πρόνοια του Schuldenbremse (του «φρένου στην έκδοση δημοσίου χρέους»), που προβλέπει πως το έλλειμμα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,35% του ΑΕΠ, κι αυτό μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Την περασμένη εβδομάδα, η λεγόμενη επιτροπή των σοφών, μια ομάδα πέντε οικονομολόγων επιφορτισμένη να συμβουλεύει την κυβέρνηση υπό την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ για ζητήματα οικονομικής πολιτικής, συνέστησε να υπάρξει χαλάρωση της απόλυτης δημοσιονομικής πειθαρχίας «σε περίπτωση μεγαλύτερης επιβράδυνσης» της δραστηριότητας, διότι θα μπορούσε να παρακωλύσει την ανάκαμψη.
Το λόμπι της γερμανικής βιομηχανίας BDI άδραξε την ευκαιρία για να καλέσει το Βερολίνο να «αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις», διεκδίκηση που προβάλλει επί χρόνια μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου, που εκφράζουν κατάπληξη και απογοήτευση για την κατάσταση των υποδομών — τηλεπικοινωνιακών, σιδηροδρομικών κ.λπ. — και τονίζουν τις ανάγκες ως προς την εκπαίδευση.
Οι εταίροι του Βερολίνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνείς οργανισμοί επίσης ασκούν ακατάπαυστα πίεση στη Γερμανία να δαπανήσει περισσότερα, για να ανακάμψει η οικονομία της, να τονωθεί αυτή των γειτόνων της και των Ευρωπαίων εταίρων της, αλλά και για να προετοιμαστεί το μέλλον της χώρας με πληθυσμό γηράσκοντα.
Αλλά η Άνγκελα Μέρκελ κλείνει την πόρτα σε κάθε τέτοια συζήτηση. «Εσείς οι ίδιοι μας έχετε πει καθαρά (…) ότι είναι σημαντικό να έχουμε ισορροπημένο προϋπολογισμό και πολλές επενδύσεις», αντέταξε στους «σοφούς». Μοιάζει να αψηφά εξίσου την έκκληση του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στις αρχές Νοεμβρίου, όταν κάλεσε το Βερολίνο να «αλλάξει την κατεύθυνση» της δημοσιονομικής πολιτικής του, όπως και τη νέα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία στηλίτευσε την 30ή Οκτωβρίου ότι χώρες που έχουν επί χρόνια δημοσιονομικό πλεόνασμα «δεν κάνουν τις αναγκαίες προσπάθειες».