H μεγάλη σαουδαραβική πετρελαϊκή ενεργειακή εταιρεία Saudi Aramco στοχεύει να ανακοινώσει την έναρξη της αρχικής δημόσιας προσφοράς μετοχών της στις 3 Νοεμβρίου, δήλωσαν τρεις πηγές με άμεση γνώση του θέματος στο Reuters.
Είχε προηγηθεί μία αναβολή του εγχειρήματος νωρίτερα τον Οκτώβριο για να δοθεί χρόνος στους συμβούλους να διασφαλίσουν τη συμμετοχή θεσμικών επενδυτών. Οι πηγές δήλωσαν, επίσης, ότι ο διευθύνων σύμβουλος της Aramco Αμίν Νάσερ δεν ήταν παρών στη σημερινή συνέντευξη καθώς είχε συναντήσεις με επενδυτές στo εξωτερικό ενόψει της δημόσιας προσφοράς.
Η Aramco επιδιώκει να διαθέσει ποσοστό 1% έως 2% των μετοχών στην εγχώρια αγορά Tadawul, στο πλαίσιο μίας από τις μεγαλύτερες δημόσιες προσφορές που έχουν γίνει ποτέ, αξίας άνω των 20 δισ. δολαρίων. Απαντώντας σε ερωτήσεις του Reuters, η Aramco δήλωσε την Τρίτη ότι «δεν κάνει σχόλια για φήμες ή κερδοσκοπία. Η εταιρεία συνεχίζει να ασχολείται με τους μετόχους για να είναι έτοιμη αναφορικά με τη δημόσια προσφορά μετοχών. Η εταιρεία είναι έτοιμη και ο χρόνος θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες της αγοράς και θα επιλεγεί από τους μετόχους». Η εταιρεία θα έχει σύντομα περισσότερους θεσμικούς μετόχους, δήλωσε ο επικεφαλής του κρατικού επενδυτικού ταμείου της Σαουδικής Αραβίας, μιλώντας σε συνέδριο στο Ριάντ.
Οι εγγραφές των επενδυτών για τη δημόσια προσφορά της Aramco θα αρχίσουν στις 4 Δεκεμβρίου, μετέδωσε το κρατικό σαουδαραβικό κανάλι Αλ – Αραμπίγια. Η τιμή που θα γίνει η διάθεση των μετοχών σχεδιάζεται να ανακοινωθεί στις 17 Νοεμβρίου, πρόσθεσε, ενώ η Aramco θα αρχίσει τη διαπραγμάτευσή τους στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά στις 11 Δεκεμβρίου.
Η προοπτική της πώλησης μεριδίου της Aramco είχε κρατήσει σε ανησυχία την Wall Street από τότε που είχε την είχε προβάλει ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν πριν από τρία χρόνια. Ωστόσο, η επιθυμητή για αυτόν εκτίμηση της αξίας της εταιρείας στα 2 τρισεκ. δολάρια αμφισβητούνταν πάντοτε από ορισμένους χρηματιστές και ειδικούς του πετρελαϊκού κλάδου, οι οποίοι σημειώνουν ότι οι χώρες επιταχύνουν τις προσπάθειές τους να μετακινηθούν από τα ορυκτά καύσιμα για να περιορίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη, θέτοντας τις τιμές του πετρελαίου υπό πίεση και υπονομεύοντας τη μετοχική αξία των πετρελαϊκών εταιρειών.