«Η ναυτιλία είναι κλάδος με ουσιαστική και συμβολική σημασία για την ελληνική οικονομία. Συνεισφέρει σημαντικά τόσο άμεσα όσο και έμμεσα -μέσω συνεργειών με άλλους κλάδους – άνω του 6% ετησίως στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ συνιστά την αιχμή, αλλά και το πλέον αναγνωρίσιμο σύμβολο της επιτυχημένης εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας του Έλληνα, που ανταγωνίζεται με επιτυχία σε διεθνές επίπεδο», ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Αλέξανδρος Τουρκολιάς, μιλώντας σε συνέδριο της PwC για τη Ναυτιλία.
«Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ως φυσικός δίαυλος στήριξης της ναυτιλιακής δραστηριότητας, αλλά και της διάχυσης των ωφελειών της στην υπόλοιπη οικονομία, δεν θα μπορούσε να μείνει αλώβητο από τις συνέπειες της ελληνικής κρίσης. Ως εκ τούτου, αναπτύχθηκαν κατάλληλες στρατηγικές προσαρμογής του εγχώριου τραπεζικού συστήματος στις απαιτήσεις της κρίσης και δρομολογήθηκε η διαδικασία ανακεφαλαίωσης για αποκατάσταση της ευρωστίας και της δυνατότητας των τραπεζών να παράσχουν ουσιαστική στήριξη στην οικονομία. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες δεν έπαψαν να προετοιμάζονται για την επόμενη μέρα, όταν δηλαδή θα κληθούν να παράσχουν άμεση και αποφασιστική στήριξη στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας», ανέφερε ο κ. Τουρκολιάς.
«Οι ελληνικές τράπεζες προσπάθησαν, στα όρια των δυνατοτήτων τους, να λειτουργήσουν ως κυματοθραύστης των δυσμενών συνεπειών για την οικονομία από την πρωτόγνωρη κρίση. Συγκεκριμένα, διατηρήθηκαν χαμηλοί ρυθμοί απομόχλευσης, κρατήθηκαν ανοικτές ζωτικές πιστωτικές γραμμές και ρυθμίστηκαν δανειακές υποχρεώσεις προς τα νοικοκυριά και τους υγιείς, αλλά δοκιμαζόμενους, κλάδους της οικονομίας. Παράλληλα, εργάστηκαν εντατικά για να επουλώσουν τα τεράστια πλήγματα από την ενεργή συνεισφορά τους στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους μέσω της αναδιάρθρωσης, επισήμανε ο κ. Τουρκολιάς.
Η ναυτιλιακή χρηματοδότηση επηρεάστηκε αρνητικά από παράγοντες, όπως η πτώση των ναύλων, η μείωση των αξιών-τιμών των πλοίων, οι χαμηλές προσδοκίες για το μέλλον της ναυλαγοράς, οι αυξημένες παραγγελίες για νεότευκτα αλλά και οι περισσότερες, έναντι των διαλύσεων, προσθήκες νέων πλοίων. Μόνο στα κινεζικά ναυπηγεία, οι Έλληνες εφοπλιστές, τα τελευταία χρόνια, έχουν επενδύσει περισσότερα από 17 δισ. δολάρια για νέες κατασκευές, προφανώς και με ανταγωνιστικό κόστος που, όμως, επιφέρουν επιπτώσεις στο σύνολο του κλάδου κυρίως σε ό,τι αφορά στη διαχείριση υφιστάμενου στόλου. Η εξισορρόπηση της αγοράς, αφενός, και η δυνατότητα πρόσβασης σε κεφάλαια για αγορά μεταχειρισμένων πλοίων, αφετέρου, θα συνέβαλαν στην ταχύτερη ανάκαμψη της ναυλαγοράς. Οι επενδύσεις σε αγορές πλοίων σε τιμές κατώτερες από την αποσβεσθείσα αξία δημιουργούν δυνατότητες πραγματοποίησης κεφαλαιακού κέρδους. Η συρρίκνωση της προσφοράς των νέων πλοίων με την επιτάχυνση της διάλυσης σκαφών μεγάλης ηλικίας και μη ανταγωνιστικών μονάδων, σε συνδυασμό με τον μειωμένο ρυθμό αύξησης νέων παραγγελιών, θα επιφέρει, εκ των πραγμάτων, το νέο σημείο ισορροπίας στη ναυλαγορά», ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας.
«Επωμιζόμενος την ευθύνη να ηγούμαι σε αυτή τη δύσκολη περίοδο του πιο ιστορικού τραπεζικού ιδρύματος της χώρας, με επίγνωση των δυσκολιών και των προκλήσεων, μπορώ να εκφράσω την πεποίθηση ότι και η τρέχουσα οικονομική κρίση, όσο έντονη και πολυεπίπεδη είναι, δεν μπορεί παρά να έχει ως νομοτελειακή κατάληξη τη νέα εκκίνηση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος. Η αφετηρία θα αφορά πρωτίστως το γνήσιο, δυναμικό και εξωστρεφές τμήμα του επιχειρηματικού τομέα» ανέφερε ο κ. Τουρκολιάς, ολοκληρώνοντας την ομιλία του.