Η παραγωγή του ελληνικού μεταποιητικού τομέα συρρικνώθηκε τον Απρίλιο με τον βραδύτερο ρυθμό από τον Ιούνιο του 2011, σύμφωνα με έρευνα της βρετανικής εταιρείας Markit, η οποία έδειξε επίσης μείωση της μεταποιητικής παραγωγής και στις 8 χώρες της Ευρωζώνης που διεξάγεται η έρευνα.

Ο δείκτης PMI, ο οποίος αντανακλά την εξέλιξη του μεταποιητικού τομέα, διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στις 45 μονάδες από 42,1 μονάδες τον Μάρτιο (κάθε τιμή του δείκτη κάτω από τις 50 μονάδες καταδεικνύει συρρίκνωση). Πρόκειται για την υψηλότερη τιμή 21 μηνών.

Ο δείκτης PMI για τον μεταποιητικό τομέα της Ευρωζώνης διαμορφώθηκε στις 46,7 μονάδες τον Απρίλιο από 46,8 μονάδες τον Μάρτιο, υποδηλώνοντας μία βαθύτερη μείωση της παραγωγής. Η παραγωγή της Γερμανίας μειώθηκε για πρώτη φορά μέσα στο 2013, ακολουθώντας την πτωτική τάση των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.

Η μείωση των θέσεων απασχόλησης έφθασε σε υψηλό επίπεδο – ρεκόρ στην Ευρωζώνη, καθώς η ανάκαμψη που παρατηρήθηκε τον Μάρτιο στη Γερμανία και την Αυστρία ήταν βραχύβια. Όλοι οι εθνικοί δείκτες PMI σηματοδοτούν μείωση της παραγωγής τον Απρίλιο. Την υψηλότερη τιμή PMI κατέγραψαν η Ολλανδία (48,2 μονάδες) και η Γερμανία (48,1 μονάδες), ενώ ο δείκτης της Ελλάδας ήταν υψηλότερος από αυτόν της Ισπανίας (44,7 μονάδες) και της Γαλλίας (44,4 μονάδες).

Ο οικονομολόγος της Markit Φιλ Σμιθ έκανε την ακόλουθη δήλωση για την έρευνα του ελληνικού δείκτη PMI: «Ο κύριος δείκτης PMI ανήλθε στα υψηλότερα επίπεδα από τα μέσα του 2011, ως αποτέλεσμα του βραδύτερου ρυθμού μείωσης της παραγωγής και νέων εργασιών, παρέχοντας ενδείξεις ότι η ύφεση στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα επιβραδύνεται στο ξεκίνημα του δευτέρου τριμήνου του 2013. Δεν υπήρξαν επίσης ενδείξεις για άμεσα αρνητικές επιπτώσεις από τις πρόσφατες εξελίξεις στην Κύπρο, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών μειώθηκαν με ρυθμό σχεδόν αμετάβλητο από τον αντίστοιχο που καταγράφηκε το Μάρτιο. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρόσφατα μεγέθη εξακολουθούν να υποδεικνύουν έντονους ρυθμούς συρρίκνωσης, καθώς ο ελληνικός τομέας προβλέπεται να συνεχίσει να επιβαρύνει την ευρύτερη οικονομία μέσα στους επόμενους μήνες, εν μέρει λόγω των επιπτώσεων του περαιτέρω περιορισμού των θέσεων εργασίας στα εργοστάσια. Εν τω μεταξύ, τα προβλήματα της αλυσίδας εφοδιασμού παραμένουν, καθώς οι ελλείψεις στα αποθέματα και οι απαιτήσεις για καταβολή μετρητών οδηγούν σε βραδύτερους ρυθμούς παράδοσης προμηθειών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρεμποδίζουν τη διαδικασία παραγωγής. Η μείωση του κόστους εισροών παρείχε τουλάχιστον κάποια ανακούφιση στους κατασκευαστές, παρότι απαιτείται πιο ουσιαστική μείωση προκειμένου να σταματήσουν να ασκούνται πιέσεις στα περιθώρια κέρδους».