Σήμερα ολοκληρώθηκε διήμερο ακαδημαϊκό συνέδριο με θέμα «Η επενδυτική συμπεριφορά των νοικοκυριών», που οργανώθηκε από τους καθηγητές L. Guiso, M. Χαλιάσο, Γκ. Χαρδούβελη και T. Jappelli, υπό την αιγίδα του Center of Financial Studies που εδρεύει στην Φρανκφούρτη.
Ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου μίλησε στους σύνεδρους και το υπόλοιπο ακροατήριο για την ελληνική οικονομία.
Διεξήχθη, επίσης, εκτενής συζήτηση στρογγυλής τραπέζης για την ελληνική χρηματοοικονομική κρίση.
Συντονιστής ήταν ο κύριος συν-διοργανωτής του συνεδρίου κ. Μιχάλης Χαλιάσος, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Goethe της Φρανκφούρτης. Ομιλητές με σειρά εμφανίσεως ήταν οι: (α) κ. Λουκάς Παπαδήμος, Καθηγητής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και πρώην Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, (β) κ. Αθανάσιος Ορφανίδης, Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, (γ) κ. Γκίκας Χαρδούβελης, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Οικονομικός Σύμβουλος της Eurobank EFG, (δ) κ. Χρήστος Γκόρτσος, Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, καθώς και οι (ε) κ. Κώστας Μεγήρ, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale μαζί με τον κ. Δημήτρη Βαγιανό, Καθηγητή του London School of Economics.
Στην παρουσίασή του, ο κ. Παπαδήμος έθιξε τέσσερα θέματα: Πρώτον, θέτοντας την ελληνική χρηματοοικονομική κρίση σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εξέτασε τις δημοσιονομικές συνέπειες της χρηματοοικονομικής κρίσης στις ανεπτυγμένες οικονομίες, τις επιπτώσεις στις οικονομικές και χρηματοοικονομικές προοπτικές και τις προκλήσεις για την οικονομική πολιτική.
Δεύτερον, αναφέρθηκε στις κύριες αιτίες και του υπόλοιπους παράγοντες που συνέβαλλαν στη σφοδρότητα της δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.
Αναγνώρισε έξι πρωταρχικούς παράγοντες που καθιστούν ευάλωτη την ελληνική οικονομία, οικονομικούς, διαρθρωτικούς και πολιτικούς, όπως επίσης και ακόμα τρεις, οι οποίοι συνδέονται με τα χαρακτηριστικά των χρηματοοικονομικών αγορών, τις ανησυχίες και τις προσδοκίες τους.
Τρίτον, προχώρησε σε εκτίμηση των πολιτικών που ακολουθήθηκαν έως τώρα και των συνθηκών που επικρατούν στις χρηματοοικονομικές αγορές, επικεντρώνοντας την προσοχή του στους λόγους που αυτές δεν δείχνουν να έχουν πειστεί για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας.
Τέταρτον, υπογράμμισε τις κύριες μελλοντικές προκλήσεις για την οικονομική πολιτική και τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί. Τόνισε την ανάγκη όχι μόνο να αντιμετωπιστούν οι βαθιά ριζωμένες αιτίες της δημοσιονομικής ανισορροπίας και των διαρθρωτικών αδυναμιών, αλλά και να επιτευχθούν θετικές συνέργιες μεταξύ των μέτρων για δημοσιονομικό περιορισμό και των πολιτικών για ενίσχυση της ανάπτυξης, εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις με στόχο την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και βελτίωσης της δυνητικής οικονομικής ανάπτυξης και των προοπτικών απασχόλησης.
Ο κ. Ορφανίδης, στη δική του παρουσίασή, επικεντρώθηκε στην οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ και στα μαθήματα αναμόρφωσής της, τα οποία εξάγονται από την εμπειρία της ελληνικής κρίσης. Η τελευταία κρίση στα κράτη-μέλη αποτελεί ευκαιρία ώστε να διορθωθούν οι υπάρχουσες ατέλειες στη διαδικασία δημοσιονομικής πειθαρχίας των χωρών μελών της ζώνης του ευρώ, η οποία απαιτείται ώστε να ενισχυθεί η μακροοικονομική σταθερότητα της νομισματικής ένωσης. Αυτό είναι και το αντικείμενο εργασίας της επιτροπής Van Rompuy.
Κύρια στοιχεία για την εξασφάλιση προόδου στο παραπάνω θέμα είναι: (α) Βελτιωμένη παρακολούθηση των χωρών μελών, τα οποία έχουν υψηλά ελλείμματα και υψηλό χρέος. (β) Η ανάπτυξη ενός αξιόπιστου μηχανισμού επιβολής κυρώσεων, οι οποίες θα επιβάλλονται με ημιαυτόματο τρόπο. Αυτές οι κυρώσεις θα έχουν συμφωνηθεί εκ των προτέρων και, έτσι, θα λειτουργούν αποτρεπτικά σε πιθανές μελλοντικές εκτροπές, όπως π.χ. οι λανθασμένες αναφορές στατιστικών στοιχείων ή η παραπλάνηση για προγράμματα που αφορούν τη δημοσιονομική εξυγίανση. (γ) Βελτιωμένη συνεργασία και συντονισμός μεταξύ των χωρών-μελών για την εξασφάλιση της μακροοικονομικής σταθερότητας και τη διασφάλιση της βελτιωμένης ποιότητας ζωής για όλους τους πολίτες της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο υπογραμμίζεται η σημασία της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών-μελών σε δύσκολες περιόδους, καθώς οι τύχες μας είναι αλληλοσυνδεδεμένες.
Σχετικά με την κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα, ο κ. Ορφανίδης επαίνεσε την ελληνική κυβέρνηση για το γενναίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Τόνισε ότι με την επιτυχημένη εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων μπορούμε να αναμένουμε την αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις θα ενισχύσουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και θα βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των ελλήνων πολιτών.
Το βραχυχρόνιο κοινωνικό κόστος κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής είναι μεγάλο, αλλά σε αυτό το στάδιο καθυστερημένης εφαρμογής των μέτρων, είναι μάλλον αναπόφευκτο και αναγκαίο ώστε να εξασφαλιστεί η ταχεία αποκατάσταση ισχυρών προοπτικών ανάπτυξης της χώρας. Όσο περισσότερο καθυστερεί η προσαρμογή τόσο μεγαλύτερο το κόστος για την ελληνική οικονομία και τους πολίτες.
Ακολούθως, στην δική του παρουσίαση ο κ. Χαρδούβελης ιεράρχησε τους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους κινδύνους για το ελληνικό πρόγραμμα σταθεροποίησης ως εξής: (α) Θα έρθει σύντομα η έξοδος από την ύφεση και πώς; (β) Θα θεραπευτούν τα προβλήματα συγκέντρωσης εσόδων ή αντιθέτως ο «ηθικός κίνδυνος» θα κυριαρχήσει στη συμπεριφορά των ελλήνων πολιτών; (γ) Θα έχουμε ενίσχυση της κοινωνικής αντίδρασης στο πρώτο μισό του 2011, καθώς η ανεργία θα αυξάνεται και τα εισοδήματα θα μειώνονται, σε βαθμό που θα μπορούσε να εκτροχιάσει το πρόγραμμα σταθεροποίησης; (δ) Θα μειωθούν τα απαιτούμενα ασφάλιστρα κινδύνου για τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, ώστε να αποκτήσει πάλι πρόσβαση στις αγορές σε ένα ή δύο χρόνια; (ε) Θα επιζήσει το τραπεζικό σύστημα;
Ο κ. Χαρδούβελης τόνισε ότι υπάρχουν αξιόπιστες απαντήσεις για όλες τις ανησυχίες των αγορών, καθώς ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων έχει αναπτύξει ταχύτητα και η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται δεκτική στα σκληρά μέτρα. Η πιθανότητα επιτυχίας του προγράμματος σταθεροποίησης είναι πλέον πολύ υψηλή παρά την παρατηρούμενη εμβάθυνση της οικονομικής ύφεσης. Η αναδιάρθρωση χρέους αποκλείεται, καθώς θα έχει μεγάλο κόστος τόσο για τους εγχώριους όσο και για τους ευρωπαίους πιστωτές. Πιστεύει δε, ότι οι αγορές αντέδρασαν υπερβολικά, παραβλέποντας ακόμα και τις μεταβολές στους κινδύνους αποσταθεροποίησης των τελευταίων μηνών. Έτσι έχουν δημιουργηθεί ευκαιρίες για την αγορά ελληνικών ομολόγων ή την πώληση ελληνικών sovereign default swaps.
Ο κ. Χαρδούβελης ανέφερε, επίσης, ότι μακροχρόνια, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να διαγραφεί από τα ραντάρ των επενδυτών, καθώς έχει τη δυνατότητα να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κοντά σε αυτούς της προηγούμενης δεκαετίας. Πολλοί παράγοντες υποστηρίζουν την άποψη αυτή: (α) Ένας ισχυρός και υπό-δανεισμένος ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα με ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα. (β) Η ένταση κεφαλαίου είναι χαμηλότερη στην Ελλάδα από το μέσο όρο της ΕΕ, άρα απαιτούνται επενδύσεις σε υποδομές, όπου και υπάρχει διαθέσιμη χρηματοδότηση. (γ) Η μείωση των πραγματικών μισθών σύντομα αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας, η οποία έτσι και αλλιώς στον τομέα των υπηρεσιών δεν χειροτέρευσε τρομερά την τελευταία δεκαετία. (δ) Προσεκτική θεσμική ανάπτυξη, ένας συρικνούμενος δημόσιος τομέας, και δραστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα, το εκπαιδευτικό σύστημα και σε διάφορα επαγγέλματα και αγορές, θα ξαναβάλει την Ελλάδα σε μία υγιής και διατηρήσιμη αναπτυξιακή πορεία, με μια πιο εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία, με τα οφέλη να εκτιμώνται από ορισμένους ερευνητές στο 20% του ΑΕΠ. (ε) Τέλος η αποκάλυψη και ενσωμάτωση της παραοικονομίας θα βελτιώσει όχι μόνο τα φορολογικά έσοδα αλλά και τους στενά παρακολουθούμενους δείκτες του χρέους προς το ΑΕΠ.
Ο κ. Γκόρτσος, στην ομιλία του, τόνισε ότι η πρόσφατη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση (2007-2009) δεν είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στη σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στην τρέχουσα συγκυρία αποτελούν απόρροια και βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τη δημοσιονομική κρίση της χώρας. Είναι προβλήματα ρευστότητας και όχι φερεγγυότητας. Στη συνέχεια ανέλυσε, βάσει των διαθέσιμων επίσημων στοιχείων, το πώς διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, διάφοροι δείκτες που σχετίζονται με τη λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Ιδιαίτερη έμφαση εδόθη στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με πολλές άλλες οικονομίες, στην Ελλάδα ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα παραμένει ακόμα αυξητικός (φυσικά σε χαμηλότερα επίπεδα), ακόμα και μετά την έναρξη της ύφεσης.
Στη συνέχεια οι κκ. Μεγήρ και Βαγιανός τόνισαν ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία για την Ελλάδα, ώστε να εκσυγχρονίσει την οικονομία της. Κατά τη γνώμη τους, η κρίση είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής κανονικοποίησης της οικονομίας, της έλλειψης επενδύσεων σε υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο, και της ανεξέλεγκτης διαφθοράς. Φταίει, επίσης, ο χαλαρός και σπάταλος δημόσιος τομέας, που χρηματοδοτήθηκε με δανεισμό για πάνω από 30 χρόνια, καλύπτοντας έτσι τα προβλήματα και φέρνοντας τη χώρα στα πρόθυρα της πτώχευσης.
Επιχειρηματολόγησαν υπέρ ενός ακόμα πιο φιλόδοξου μεταρρυθμιστικού προγράμματος από αυτό που συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ/ΔΝΤ, παρόλο που το τελευταίο είναι, πράγματι, προς τη σωστή κατεύθυνση. Για παράδειγμα, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών θα είναι πιο αποτελεσματικά εάν συνοδεύονται από την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος, την ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και την απλοποίηση του φορολογικού νόμου και των πολλών κανονισμών που διέπουν την αλληλεπίδραση μεταξύ επιχειρήσεων και κράτους. Τέτοια μέτρα όχι μόνο θα προσελκύσουν επενδύσεις αποτελεσματικά, αλλά και θα μειώσουν τα κίνητρα και το εύρος της διαφθοράς.
Οι κκ. Μεγήρ και Βαγιανός εξέφρασαν την ανάγκη αύξησης της λογοδοσίας του δημόσιου τομέα, την ανάγκη να βασιστεί η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος στην ιδιωτική αποταμίευση ή την ανάγκη διαχείρισης των δημόσιων νοσοκομείων από ιδιώτες. Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα, τόνισαν ιδιαιτέρως ότι η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία σε όλες τις διεθνείς αξιολογήσεις για την εκπαίδευση και ότι το εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται συνολική αναμόρφωση, με τα σχολεία να μπορούν να παίρνουν τα ίδια αποφάσεις όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό τους και να υπόκεινται σε ανταγωνισμό.
Τόνισαν με έμφαση ότι μια σύγχρονη οικονομία έχει ανάγκη από ένα λειτουργικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, σχεδιασμένο ώστε να προστατεύει τους πολίτες από αρνητικά οικονομικά σοκ, χωρίς όμως την ίδια στιγμή να διαστρεβλώνει υπερβολικά τα κίνητρα για εργασία.