Συνάντηση στην Ουάσινγκτον θα έχουν σήμερα οι διαπραγματευτές ΗΠΑ και Κίνας, προσπαθώντας να συνεχίσουν τις συνομιλίες τους σε κλίμα μεγάλης έντασης και με έκβαση πλέον εντελώς αβέβαιη, καθώς οι κυβερνήσεις των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη ανταλλάσσουν απειλές για νέα μέτρα προστατευτισμού.
Αυτός ο γύρος διαπραγματεύσεων, σήμερα και αύριο, παρουσιαζόταν μέχρι πριν από μερικές ημέρες ως ο τελευταίος πριν από τη σύνοδο του Ντόναλντ Τραμπ και του Σι Τζινπίνγκ στην οποία υποτίθεται πως θα επικύρωναν μια ιστορική διμερή συμφωνία με το εμπόριο.
Αλλά ο άνεμος άλλαξε και η αισιοδοξία έδωσε τη θέση της στην αβεβαιότητα, όπως εξηγεί το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η κυβέρνηση Τραμπ διατείνεται ότι το Πεκίνο υπαναχώρησε όσον αφορά βασικές δεσμεύσεις. Με εμφανή εκνευρισμό, οι Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η αύξηση των τελωνειακών δασμών σε κινεζικά εισαγόμενα προϊόντα αξίας 200 δισ. δολαρίων, που είχε ανασταλεί στις αρχές του Ιανουαρίου, θα τεθεί σε ισχύ αύριο Παρασκευή.
«Θα αυξήσουμε τους τελωνειακούς δασμούς που επιβάλλουμε στην Κίνα ωσότου να σταματήσει να κλέβει τους εργαζομένους μας» είπε ο Τραμπ σε συγκέντρωση στη Φλόριντα χθες, «η εποχή της οικονομικής συνθηκολόγησης τερματίστηκε».
Η ανακοίνωση Τραμπ και η αντίδραση του Πεκίνου
Αλλά το Πεκίνο δεν μοιάζει να έχει πρόθεση να υποχωρήσει ακόμη κι αν οι Αμερικανοί όντως αυξήσουν τους δασμούς από το 10% στο 25% αύριο εν μέσω των διαπραγματεύσεων. Η Κίνα «δεν θα έχει καμία άλλη επιλογή παρά να λάβει τα απαραίτητα αντίμετρα» προειδοποίησε χθες εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου.
Μολαταύτα το Πεκίνο δεν ακύρωσε το ταξίδι των Κινέζων διαπραγματευτών όπως ήθελαν πληροφορίες που είχαν δημοσιεύσει μέσα ενημέρωσης και επιβεβαίωσε πως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Λίου Χε, που θεωρείται στενός συνεργάτης του προέδρου Σι Τζινπίνγκ, θα είναι επικεφαλής της ομάδας. Θα συναντηθεί με τον ομόλογό του Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ, αντιπρόσωπο της αμερικανικής κυβέρνησης για το εμπόριο (USTR) στα γραφεία του το απόγευμα.
Οικονομολόγοι και θεσμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιούν εδώ και μήνες ότι εάν ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα διαρκέσει, το οικονομικό σοκ δεν θα περιοριστεί εντός των συνόρων τους. Η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας μετά την ύφεση του 2008 άλλωστε τροφοδοτήθηκε από τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.
Ποιοι «πληρώνουν» τον λογαριασμό
Την ίδια ώρα, αυτοί που πληρώνουν το κόστος των επιπρόσθετων δασμών που σκοπεύει να επιβάλλει ο Ντόναλντ Τραμπ σε εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα είναι οι Αμερικανοί, παρότι ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος των ΗΠΑ κομπάζει για τα δισεκατομμύρια δολάρια που κατ’ αυτόν θα ξεχειλίσουν τα κρατικά ταμεία.
«Οι δασμοί είναι φόροι που πληρώνουν οι αμερικανικές εταιρείες και οι καταναλωτές, όχι η Κίνα» προειδοποιεί ο Ντέιβιντ Φρεντς, επικεφαλής της μεγαλύτερης συνομοσπονδίας εμπορικών επιχειρήσεων λιανικής NRF, καθώς οι δασμοί σε εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα αξίας άλλων 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων αναμένεται να αυξηθούν από το 10% στο 25% αύριο Παρασκευή.
Η ξαφνική αύξηση των δασμών, η οποία θα τεθεί σε εφαρμογή πριν συμπληρωθεί μία εβδομάδα αφότου αναγγέλθηκε, ενδέχεται «να πλήξει σκληρά Αμερικανούς επιχειρηματίες, ιδιαίτερα μικρές επιχειρήσεις, που έχουν περιορισμένους πόρους για να αμβλύνουν τις συνέπειες» συμπλήρωσε.
Οι επιπρόσθετοι δασμοί που έχουν τεθεί σε εφαρμογή ήδη από την περασμένη χρονιά εισέφεραν στα ταμεία του ομοσπονδιακού κράτους επιπλέον έσοδα 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ετήσια βάση, διαβεβαιώνει ο Τραμπ. Αλλά το κόστος των δασμών το επωμίζονται οι αμερικανικές εταιρείες που εισάγουν κινεζικά προϊόντα, όχι οι κινεζικές εξαγωγικές εταιρείες.
Το μέτρο υποτίθεται ότι θα αποθάρρυνε τις εισαγωγές από τον ασιατικό γίγαντα, κάνοντας τα προϊόντα του ακριβότερα. Αλλά για την ώρα, στην πράξη είναι κάθε άλλο παρά προφανές ότι αυτή ήταν η έκβαση της κίνησης, όπως τονίζει το ΑΜΠΕ.
Παρότι τόσο τα στελέχη των βιομηχανιών όσο και οι επιχειρηματίες της λιανικής υποστηρίζουν την κυβέρνηση του Τραμπ σε ό,τι αφορά τον στόχο να βελτιωθούν οι όροι της πρόσβασης στις αγορές της Κίνας για τις εταιρείες των ΗΠΑ, η μέθοδος που έχει υιοθετήσει τους ανησυχεί, καθώς είναι οι δικοί τους πελάτες, οι Αμερικανοί καταναλωτές, που βιώνουν ολοένα περισσότερο τις συνέπειες.
Ασφαλώς «θα θέλαμε ο πρόεδρος Τραμπ να καταλήξει σε μια συμφωνία με την Κίνα που θα βάλει τέλος στην συμπεριφορά της με την οποία καταπνίγει τον ανταγωνισμό» διαβεβαίωσε η Χουν Κουάκ, επικεφαλής της Retail Industry Leaders Association. Υπογράμμισε ωστόσο πως η μεσαία τάξη θα καταλήξει να πληρώνει πολύ πιο ακριβά για καταναλωτικά αγαθά.
Καθώς οι καθοριστικές διαπραγματεύσεις ξαναρχίζουν σήμερα και θα συνεχιστούν αύριο στην Ουάσινγκτον, η οργάνωση Trade Partnership υπολόγισε ότι η αύξηση των τελωνειακών δασμών θα ακριβύνει τις αγοράς μιας τετραμελούς οικογένειας κατά 767 δολάρια. Εξάλλου, κατά την ίδια πηγή, απειλούνται σχεδόν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Από τις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό επτά εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης στις ΗΠΑ, δηλαδή το 19% των 39 εκατομμυρίων αμερικανικών θέσεων εργασίας που συνδέονται με το διεθνές εμπόριο.
Τι αφορούν οι δασμοί
Οι δασμοί αφορούν όχι μόνο τα λεγόμενα ενδιάμεσα αγαθά (ημικατεργασμένα προϊόντα όπως ο χάλυβας, τα δέρματα, το καουτσούκ, τα πλαστικά) αλλά και ολοκληρωμένα προϊόντα, όπως οι τηλεοράσεις, τα έπιπλα, οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές.
Πρόσφατη μελέτη της Fed της Νέας Υόρκης κατέδειξε ότι οι δασμοί που επιβάλλονται από τον Μάρτιο του 2018 (χάλυβας και αλουμίνιο) και τον Ιούνιο του 2018 (πολλά άλλα κινεζικά εμπορεύματα) αύξησαν τον δείκτη του πληθωρισμού (CPI) κατά 0,3% πέρυσι.
Άλλη έρευνα, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα και εκπονήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου και τη Fed, προέβλεπε ότι εξαιτίας των επιπρόσθετων τελωνειακών δασμών που επιβλήθηκαν στα εισαγόμενα πλυντήρια, οι Αμερικανοί θα δαπανήσουν 1,5 δισεκ. δολάρια επιπλέον για αυτού του είδους τις συσκευές. Η τιμή των πλυντηρίων ακρίβυνε κατά 86 δολάρια, η τιμή ενός στεγνωτηρίου κατά 92.
«Θέλουμε η Κίνα να αλλάξει τις εμπορικές της πρακτικής, αλλά είναι παράλογο να τιμωρούνται οι Αμερικανοί με αυτές τις διαπραγματευτικές τακτικές» διαμαρτυρήθηκε αυτή την εβδομάδα η συνομοσπονδία των επιχειρήσεων λιανικής NRF. «Αν η κυβέρνηση θέλει να ασκήσει επιπλέον πίεση στην Κίνα, ας σχηματίσει έναν πολυεθνικό συνασπισμό με τους συμμάχους μας».
Από κινεζικής πλευράς, τα επίσημα στοιχεία για το εμπόριο κατέδειξαν χθες Τετάρτη ότι τον Απρίλιο σημειώθηκε πτώση των πωλήσεων στο εξωτερικό, αλλά το πλεόνασμα των τρεχουσών εμπορικών συναλλαγών με τις ΗΠΑ παράμεινε αμετάβλητο, παρά τους δασμούς.
Τα κινεζικά αντίποινα, ειδικά σε αμερικανικά αγροτικά προϊόντα, πλήττουν εξάλλου γεωργούς στις ΗΠΑ, παρότι τον περασμένο Ιούλιο η κυβέρνηση Τραμπ τους μοίρασε 12 δισεκ. δολάρια για να αμβλύνει τις συνέπειες.
Αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι, που εκλέγονται σε Πολιτείες που ψήφισαν Τραμπ, τονίζουν ότι οι αγρότες έχουν αρχίσει να «χάνουν την υπομονή τους», όπως λέει η Τζόνι Ερνστ, γερουσιαστής της Άιοβα.