Επιφυλακτικός εμφανίστηκε ο πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν σχετικά με την πρόταση για μερική ανακούφιση των τραπεζών από τα αρνητικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), υποστηρίζοντας ότι το κόστος μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το όφελός της. Το κέρδος από ένα τέτοιο σχήμα θα είναι περιορισμένο, ενώ το κόστος – που συνδέεται με την περαιτέρω καθυστέρηση στην ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής – μπορεί να είναι μεγαλύτερο, δήλωσε ο Βάιντμαν σε εκδήλωση της Μπούντεσμπανκ στη Φρανκφούρτη.
Η ΕΚΤ εξετάζει αν θα απαλλάξει τις τράπεζες από μέρος των επιβαρύνσεων τους που προκύπτουν από το αρνητικό επιτόκιο (-0,4%) που επιβάλλει στις καταθέσεις τους, καθώς ανησυχεί για την αδύναμη κερδοφορία τους που θα μπορούσε να εμποδίσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής της, όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ. «Η δυνητική ανακούφιση από τα κλιμακωτά επιτόκια, για τα οποία γίνεται συζήτηση τώρα, θα ήταν αξιοσημείωτη, αλλά τελικά περιορισμένη» σημείωσε ο Βάιντμαν. «Και η ανακούφιση θα είναι πιθανόν μικρότερη από το πρόσθετο κόστος της μετάθεσης των προσδοκιών ομαλοποίησης (της νομισματικής πολιτικής) που προκύπτει από τη συζήτηση αυτή».
Κλιμάκωση των επιτοκίων θα μπορούσε να αποφέρει επιστροφή της τάξης των 5 δισ. ευρώ για τις τράπεζες, σύμφωνα με αναλυτές. Δεδομένης, όμως, της πολυπλοκότητάς του, ένα τέτοιο σχέδιο είναι απίθανο να εφαρμοσθεί για μικρή μόνο περίοδο, κάτι που σημαίνει ότι τα αρνητικά επιτόκια θα ισχύσουν για ακόμη μεγαλύτερη περίοδο. Μία τέτοια προοπτική θα έκανε πιο οριζόντια την καμπύλη των αποδόσεων και θα συμπίεζε τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών, οδηγώντας σε ακόμη πιο αδύναμα κέρδη.
Ο Βάιντμαν σημείωσε επίσης ότι η αποκατάσταση επαρκούς κερδοφορίας είναι τελικά ευθύνη των τραπεζών, απηχώντας την άποψη συναδέλφων του στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ που υποστηρίζουν ότι ευθύνη της ΕΚΤ είναι να διασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών και όχι τα κέρδη των τραπεζών. Η ΕΚΤ αναμένεται να συζητήσει τη κλιμάκωση των επιτοκίων για τις καταθέσεις των τραπεζών τον Ιούνιο, αλλά πηγές με γνώση του θέματος σημείωναν ότι δεν υπάρχει μεγάλη διάθεση των αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας για ένα τέτοιο σχήμα.
Αναφορικά με τη γερμανική οικονομία που αντιμετωπίζει προβλήματα, ο Βάιντμαν είπε ότι η μείωση της ανάπτυξης φαίνεται να είναι μεγαλύτερης διάρκειας από ό,τι θεωρείτο αρχικά και ότι η πρόβλεψη της κυβέρνησης για έναν ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,5% είναι εύλογη. Τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο, πρόσθεσε, είναι πιθανόν εύρωστα, αλλά αυτό, όπως είπε, οφείλεται κυρίως σε συγκυριακούς παράγοντες που σχετίζονται με τον ήπιο καιρό, χωρίς να υπάρχει κάποια βελτίωση στην οικονομία, πέραν του κατασκευαστικού τομέα. Παρά ταύτα, μία ανάκαμψη είναι πιθανή αργότερα φέτος, υποστήριξε, εμμένοντας στην εδώ και καιρό θέση της Μπούντεσμπανκ ότι η επιβράδυνση της ανάπτυξης δεν είναι η αρχή μίας ύφεσης, αλλά απλά μία προσωρινή κάμψη που θα ακολουθηθεί από νέα ανάπτυξη.