Ο Άρειος Πάγος θα αποφασίσει σήμερα εάν το τέλος ακινήτων (ΕΕΤΗΔΕ) θα συνεχίσει να ενσωματώνεται στους λογαριασμούς της ΔΕΗ ή θα σταματήσει να καταβάλλεται μέσω αυτών, όπως έχει ήδη αποφασίσει το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Σημειώνεται πως το υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε την προηγούμενη εβδομάδα αίτηση αναστολής της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στον Άρειο Πάγο, υποστηρίζοντας πως η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στο έννομα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς θα υπάρξει απόλυτη αδυναμία να βεβαιωθεί και να εισπραχθεί το υπόλοιπο ειδικό τέλος ακινήτων για το 2012, παρά το ότι λόγοι δημόσιου συμφέροντος το επιβάλλουν.
Όπως επισημαίνει η πλευρά του Δημοσίου, η αδυναμία είσπραξης του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ) θα έχει ως συνέπεια να υπάρξει απώλεια δημόσιων εσόδων πάνω από 1 δισ. ευρώ, ελλειμματικός προϋπολογισμός και αδυναμία εκπλήρωσης των δημοσίου συμφέροντος σκοπών του ελληνικού κράτους.
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, η βλάβη αυτή ανάγεται στο ότι η εξεύρεση ισοδύναμου χρηματικού ποσού από άλλες πηγές με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα είναι πάρα πολύ δύσκολη έως αδύνατη.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου λαμβάνεται λίγες ώρες μετά την παρέμβαση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, η οποία εξέδωσε χθες ανακοίνωση για το ΕΕΤΗΔΕ σχολιάζοντας δημοσιεύματα του Τύπου, σύμφωνα με τα οποία ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Στουρνάρας έχει καλέσει τη ΔΕΗ να συνεχίσει να εισπράττει το τέλος μέσω των λογαριασμών κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, χωρίς να λάβει υπ’ όψη της όσα αντίθετα έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Η Ένωση θεωρεί απαράδεκτο το γεγονός μέλος της κυβέρνησης να εμφανίζεται ότι ενεργεί παρά το Σύνταγμα και να εντέλλεται ή να παροτρύνει τη διοίκηση ή τρίτους φορείς να μη συμμορφωθούν με εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις, παρά το νόμο και το άρθρο 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος, πράγμα που δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει σε συντεταγμένη, ευνομούμενη Πολιτεία.
Τέλος, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας υπογραμμίζει ότι «είναι αυτονόητη και αναμενόμενη η αναζήτηση ποινικών ευθυνών εκείνων, που ενδεχομένως το πράττουν, εφ όσον συντρέχουν προς τούτο οι προϋποθέσεις του νόμου».