Παρά τη διευρυνόμενη χρηματοοικονομική κρίση, οι συνολικές αμοιβές των ανώτατων στελεχών των εισηγμένων εταιρειών που περιλαμβάνονται στον παρισινό χρηματιστηριακό δείκτη CAC 40, που ήδη είχαν αυξηθεί αισθητά κατά το 2010, ενισχύθηκαν ελαφρά και κατά το 2011, διατηρούμενες σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υποστηρίζει σήμερα το γραφείο Proxinvest.
Οι αμοιβές αυτές -που περιλαμβάνουν τον σταθερό μισθό, τα επιδόματα απόδοσης (μπόνους), δωρεάν μετοχές, και άλλες έκτακτες αμοιβές- έφθασαν κατά μέσον όρο τα 4,2 εκατ. ευρώ το 2011, έναντι 4 εκατ. ευρώ το 2010, για το σύνολο των επικεφαλής των 40 κυριοτέρων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο παρισινό Χρηματιστήριο.
«Το ίδιο διάστημα ο δείκτης CAC 40 απώλεσε το 17% της αξίας του», επισημαίνει ο Λοΐκ Ντεσάν, υποδιευθυντής του Proxinvest, που ειδικεύεται στη διαχείριση επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η Γαλλία βρίσκεται στην έκτη θέση στην σχετική κατάταξη στην Ευρώπη, μετά τη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ελβετία και την Ιταλία.
Η μέση αμοιβή των επικεφαλής του CAC 40 παραμένει πάντως μακράν του μέσου όρου πριν από την κρίση (5,7 εκατ. ευρώ το 2006).
Ο καλλίτερα αμειφθείς υπήρξε ο Μορίς Λεβί της Publicis, με 19,6 εκατ. ευρώ, χάρις στην προκαταβολή πολλών μπόνους, και έπεται ο Κάρλος Γκοσν της Renault (13,3 εκατ). Ακολουθούν οι Μπεράρ Σαρλές (Dassault Systemes, 10,9 εκατ. ευρω), ο διευθυντής της LVMH Μπερνάρ Αρνό (10,8 εκατ.) και ο Ζαν-Πολ Αγκόν της L’Oreal (7,7 εκατ.).
«Η πολιτική των αμοιβών στις μεγάλες γαλλικές επιχειρήσεις στερείται διαφάνειας και είναι υπερβολική υψηλή» για τόσο βραχυπρόθεσμο διάστημα, ενώ «θα πρέπει να εξετάζουμε και να αξιολογούμε την απόδοση ενός διευθυντή για τουλάχιστον μία πλήρη τριετία», υποστηρίζει το Proxinvest.
Κατά μέσον όρο, ένα διευθυντικό στέλεχος του SBF 80 (των 80 αμέσως μεγαλύτερων εισηγμένων εταιρειών μετά τις πρώτες 40) αμείβεται δύο φορές λιγότερο από ένα αντίστοιχο του CAC 40, με 2,6 εκατ. ευρώ (έναντι 2,1 εκατ. το 2010).