Τη στιγμή που η Κομισιόν οδηγεί εθνικές κυβερνήσεις σε δραστικές μειώσεις μισθών και επιβάλλει πολιτικές αφόρητης λιτότητας, υπάρχουν κάποιοι χιλιάδες καλοπληρωμένοι υπάλληλοι των κοινοτικών οργανισμών, οι λεγόμενοι ευρωκράτες που απειλούν με απεργίες αν δεν πάρουν γενναίες αυξήσεις ύψους 6% από το νέο προϋπολογισμό στους μισθούς τους, παρότι αυτός θα είναι μειωμένος.
Στις 8 Νοεμβρίου οι ευρωυπάλληλοι πραγματοποίησαν την πρώτη τους συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην είσοδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέχοντας από τις εργασίες τους. Ανάλογο θέμα είχε προκύψει και το 2010 όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, επικαλούμενες το τσουνάμι της κρίσης που είχε αρχίσει ήδη να «πνίγει» τη γηραιά ήπειρο, αποφάσισαν να μειώσουν τις αυξήσεις στους μισθούς των κοινοτικών υπαλλήλων στο 1,8% αντί του 3,7%.
Η Κομισιόν προσέφυγε τότε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και κέρδισε τη μάχη, κάτι που επιχειρεί και αυτή τη φορά.
Ο μισθός του νεοπροσλαμβανομένου στην Κομισιόν, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Κεφάλαιο», είναι 2.300 μηνιαίως, ενώ μπορεί να φτάσει και τα 16.000 ευρώ μηνιαίως για έναν ανώτατου επιπέδου υπάλληλο με πάνω από τέσσερα έτη αρχαιότητας. Σε αυτόν προστίθενται τα διάφορα επιδόματα όπως εκπατρισμού (το 16% του μισθού), επίδομα στέγης (180 ευρώ) και επίδομα παιδιού (200 ευρώ). Μάλιστα σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόπερσι βρετανός ευρωβουλευτής, ένας μέσος ευρω-υπάλληλος με δύο παιδιά και λίγα χρόνια προϋπηρεσίας, απολαμβάνει μισθό 9.000 ευρώ μηνιαίως.
Βέβαια ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν οι Ευρωπαίοι Επίτροποι, καθώς ο βασικός μισθός κάθε «κομισάριου» ανέρχεται στα 250.000 ευρώ, ποσό που αυξάνεται με επιδόματα και με έξοδα κίνησης ανάλογα με το χαρτοφυλάκιο που έχει ο κάθε Επίτροπος.
Σε ό,τι αφορά τη συνταξιοδότηση, οι υπάλληλοι της Ε.Ε. φτάνουν κατά κανόνα το όριο συνταξιοδότησης στην ηλικία των 63 ετών, αλλά είναι δυνατόν να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα με μειωμένη σύνταξη από την ηλικία των 55 ετών ή να συνεχίσουν να εργάζονται μέχρι την ηλικία των 67 ετών.
Οι συντάξεις καταβάλλονται ως ποσοστό του τελικού βασικού μισθού. Οι υπάλληλοι σωρεύουν 1,9% συνταξιοδοτικά δικαιώματα ανά έτος και δικαιούνται ανώτατη σύνταξη ίση με το 70% του τελευταίου βασικού τους μισθού.