Η σταθεροποίηση της τάσης επιστροφής των καταθέσεων, που ξεκίνησε πριν μερικούς μήνες, είναι το μεγάλο στοίχημα που θέλουν να κερδίσουν οι ελληνικές τράπεζες, προκειμένου να ενισχύσουν την ρευστότητα τους ώστε να μπορέσουν να συμβάλουν καθοριστικά στις προσπάθειες επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας.
Οι δηλώσεις του προέδρου της Εθνικής Τράπεζας Γιώργου Ζανιά, στην πρόσφατη γενική συνέλευση της Εθνικής Τράπεζας, είναι χαρακτηριστικές ως προς αυτό.
«Αν και το συστημικό πλήγμα στην καταθετική βάση θα πάρει χρόνο να επουλωθεί – καθώς οι ελληνικές τράπεζες μέσα σε μια τριετία απώλεσαν το 37% των καταθέσεων ιδιωτών, ήτοι 101 δισ. ευρώ – είναι χαρακτηριστικό ότι αρκούσαν ελάχιστοι μήνες σχετικής ομαλοποίησης για τα δούμε κάποια δειλά έστω σημάδια ανάκαμψης των καταθέσεων σε μια περίοδο. Το τρίτο τρίμηνο του 2012 οι καθαρές εισροές ανήλθαν σε 3.2 δισ. ευρώ περίπου -που η ταμειακή πίεση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα».
«Οι ελληνικές τράπεζες πρωταγωνιστούν στον κύκλο των επιχειρηματικών αναδιαρθρώσεων με 3 μεγάλες συμφωνίες να έχουν ήδη ανακοινωθεί και βρίσκονται ήδη σε φάση υλοποίησης. Τελικός στόχος, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης, είναι η δημιουργία βιώσιμων σχημάτων επαρκώς κεφαλαιοποιημένων, ανταγωνιστικών και με σταθερή πρόσβαση σε ρευστότητα που σε συνδυασμό με τη βελτίωση των προοπτικών και της αξιοπιστίας της οικονομίας θα δώσουν την αποφασιστική ώθηση στην αναπτυξιακή προσπάθεια», ανέφερε ο κ.Ζανιάς.
Η μείωση της αβεβαιότητας, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, και η εξομάλυνση των συνθηκών ρευστότητας μέσω και της ομαλοποίησης των κεφαλαιακών ροών από το δανειακό πρόγραμμα, την σταδιακή εκκαθάριση των οφειλών του κράτους προς ιδιώτες και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων και με το εξωτερικό, σε συνδυασμό με ένα σταθερό τραπεζικό σύστημα, συνιστούν βασικές παραμέτρους για τη μετάβαση της οικονομίας σε μία βιώσιμη τροχιά ανάπτυξης.
Μάχη για επιστροφή καταθέσεων
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, οι τράπεζες εξακολουθούν να προσφέρουν ελκυστικά επιτόκια ιδιαίτερα σε προθεσμιακά καταθετικά προϊόντα, προκειμένου να μπορέσουν όχι μόνον να συγκρατήσουν τις καταθέσεις αλλά να επιτύχουν να πείσουν όσους τις διατηρούν εκτός τραπεζικού συστήματος, είτε στο εξωτερικό είτε στα «σεντούκια» να αλλάξουν γνώμη.
Τα υψηλά αυτά επιτόκια σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις θα αρχίσουν σταδιακά να αποκλιμακώνονται όταν αποκατασταθεί η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος καθώς και των εξαγορών και συγχωνεύσεων που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Οι αποδόσεις για ποσό κατάθεσης από 50.000 ευρώ και άνω φθάνουν και ξεπερνούν το 5,3% δίνοντας καθαρό τόκο σε ετήσια βάση που προσεγγίζει τα 2.400 ευρώ. Σε υψηλά επίπεδα που ξεπερνούν το 5% κυμαίνονται οι αποδόσεις και για χαμηλότερα ποσά, όπως για παράδειγμα 10.000 ευρώ, δίνοντας καθαρό τόκο που μπορεί να προσεγγίζει και τα 500 ευρώ το χρόνο, ποσό διόλου αμελητέο σε μια εποχή που η μείωση μισθών, συντάξεων και η κατάργηση των επιδομάτων δώρων για μεγάλο αριθμό εργαζομένων είναι πραγματικότητα.
Σε κάθε όμως περίπτωση, όπως αναφέρουν και τραπεζικά στελέχη, οι καταναλωτές θα πρέπει να προχωρούν σε ενδελεχή έρευνα της αγοράς, προκειμένου να επιλέξουν το καταθετικό εκείνο προϊόν που ταιριάζει περισσότερο στις ανάγκες τους και το γενικότερο προφίλ τους και να μην δίνουν προσοχή αποκλειστικά και μόνον στο κριτήριο που αφορά το προσφερόμενο επιτόκιο.
Ειδικότερα, θα πρέπει να δίνεται επίσης προσοχή στον τρόπο απόδοσης των τόκων και συγκεκριμένα στη χρονική στιγμή καταβολής τους που διαφοροποιείται να προϊόν και μπορεί να γίνεται στην λήξη της κατάθεσης ή ανά μήνα, τρίμηνο ή εξάμηνο κλπ.
Σημαντικό κριτήριο επιλογής θα πρέπει να αποτελεί αν η τράπεζα δίνει τη πρόωρης εξόφλησης ή μη της κατάθεσης χωρίς επιβάρυνση προεξόφλησης. Επίσης, ο καταναλωτής θα πρέπει να υπολογίζει το ετησιοποιημένο επιτόκιο και να μην δίνει ιδιαίτερη σημασία στα επιμέρους επιτόκια που προσφέρονται ανά μήνα και κάποια από αυτά μπορεί να είναι ιδιαίτερα υψηλά.