Η αξιοποίηση των στοιχείων που περιέχονταν σε cd, τα οποία είχαν κλαπεί από ελβετικές τράπεζες για τη δίωξη φοροφυγάδων προκάλεσε και στη Γερμανία τριβές. Πρυτάνευσε ωστόσο το δημόσιο συμφέρον. Στην Ελλάδα συνεχίζεται η συζήτηση για το «χαμένο» cd της Κριστίν Λαγκάρντ και προκαλεί πολιτικές αναταράξεις, ενώ στη Γερμανία, παρόλο που η κυβέρνηση θέλει να απαγορεύσει την αγορά τους, αποκόμισε ήδη περί τα 4 δισ. ευρώ.

«Εάν δεν υπήρχαν τα cd με τα στοιχεία των φοροφυγάδων θα έπρεπε να τα ανακαλύψουμε», επισημαίνει η αυστριακή εφημερίδα Der Standard, υπογραμμίζοντας τη σημασία των «κλεμμένων στοιχείων» για το κράτος και την κοινωνία.

Και στη Γερμανία η πρακτική αυτή κινείται σε μια γκρίζα ζώνη όσον αφορά τη νομιμότητά της. Αναμφίβολα όταν ένα κράτος αγοράζει στοιχεία πολιτών του, προϊόν κλοπής από το εξωτερικό, αυτό δεν συνιστά φυσικά θρίαμβο της δικαιικής τάξης. Ωστόσο, επειδή η σχετική νομοθεσία επιδέχεται ερμηνείες, το κράτος αξιοποιεί το κενό για να εισπράξει αυτά που του ανήκουν. Άλλωστε, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας επέτρεψε τον Νοέμβριο του 2010 με απόφασή του την χρήση στοιχείων που προκύπτουν από τα κλεμμένα cd, για την ποινική δίωξη των φοροφυγάδων. Το δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων ότι το αδίκημα της κλοπής των στοιχείων δεν έγινε με υπευθυνότητα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.


«Κέρδη» 4 δισ. ευρώ από την αγορά των στοιχείων

Όπως γράφει η Deutche Welle, η απόφαση για την αγορά των cd με τα ονόματα πιθανών φοροφυγάδων ελήφθη σε πολιτικό επίπεδο. Αποφασίστηκε δηλαδή από τις κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων. Εκτελέστηκε από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρα, κυρίως από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (BND). Το κέρδος για το κράτος υπολογίζεται μεταξύ 2,5 και 4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η δαπάνη, δηλαδή τα χρήματα που δόθηκαν στους πληροφοριοδότες για συνολικά 13-14 cd, δεν ξεπερνά τα 12,4 εκατομμύρια ευρώ.

Το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων δεν προήλθε κατόπιν σύλληψης και καταδίκης των φοροφυγάδων, αλλά από «αυτοκαταγγελίες», δηλαδή αυθόρμητη παρουσίαση στις οικονομικές υπηρεσίες ανθρώπων που είχαν μεταφέρει κεφάλαιά τους σε τράπεζες της Ελβετίας και του Λιχτενστάιν, οι οποίοι φοβήθηκαν ενδεχόμενη ποινική δίωξη. Περισσότεροι από 28 χιλιάδες φοροφυγάδες προσήλθαν αυθορμήτως στις οικονομικές υπηρεσίες και παραδέχθηκαν ότι φοροδιέφευγαν με τη μέθοδο της μεταφοράς των κεφαλαίων τους στην Ελβετία.


Η κυβέρνηση θέλει να απαγορεύσει την αγορά των cd

Σύμφωνα πάντα με τη Deutche Welle, από τις περίπου 3.400 υποθέσεις που η δικαιοσύνη έβαλε στο μικροσκόπιο μόνον 11 κατέληξαν σε καταδίκη των φοροφυγάδων. Οι υπόλοιπες υποθέσεις είτε κρίθηκε ότι δεν αξίζει να εκδικαστούν είτε προέκυψε συμβιβασμός μεταξύ κράτους και φοροφυγάδων είτε οι αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εκδίκασή τους θα κόστιζε περισσότερο από ό,τι το αναμενόμενο κέρδος.

Η υπόθεση έχει διχάσει τον πολιτικό και νομικό κόσμο της Γερμανίας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θέλει να σταματήσει η αγορά cd και να επικυρωθεί μια συμφωνία συνεργασίας με την Ελβετία.

Ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μολονότι προβαίνει στην εκτίμηση ότι είναι νόμιμη η πρακτική της αξιοποίησης των cd, προτιμά μια διακρατική συμφωνία που θα κλείσει οριστικά το δρόμο στην μεταφορά κεφαλαίων στην Ελβετία. Οι Σοσιαλδημοκράτες διαφωνούν, εκτιμώντας ότι η υφισταμένη συμφωνία αφήνει παραθυράκια για συνέχιση της φοροδιαφυγής και εφόσον αρχίσει να ισχύει από τον Μάρτιο του 2013, οι φοροφυγάδες έχουν αρκετό χρόνο να μεταφέρουν με τη βοήθεια των ελβετικών τραπεζών αλλού τα χρήματά τους.

Η υπουργός Δικαιοσύνης Ζαμπίνε Λοϊτχόιζερ Σναρενμπέργκερ έχει προαναγγείλει την κατάθεση νομοσχεδίου που θα απαγορεύει την αγορά και αξιοποίηση στοιχείων που αποτελούν προϊόν κλεπταποδοχής.