Η Γερμανία οφείλει να ξεπεράσει άμεσα την εμμονή με την εφαρμογή αυστηρής λιτότητας και να υποστηρίξει τις εθνικές κυβερνήσεις ειδικά σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, την Ισπανία αλλά και άλλες χώρες, καθώς η ίδια θα ζημιωθεί περισσότερο, μόνο με το κόστος από την επιστροφή της Ελλάδας στην δραχμή να υπολογίζεται στα 150 δισ. δολάρια».
Αυτό υποστήριξε σε συνέντευξή του στο αυστραλιανό κρατικό δίκτυο ABC ο James Shugg, υψηλόβαθμο στέλεχος και οικονομικός αναλυτής του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος Westpac.
Ο ίδιος είπε ότι είναι πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι «τα δομικά προβλήματα της νομισματικής ένωσης, όπως η έλλειψη κοινού φορολογικού και τραπεζικού συστήματος, η απουσία ενός κοινού πολιτικού οργάνου που θα ασκεί την υψηλή εποπτεία αυτών των ευαίσθητων τομέων, η απόλυτη δυσκαμψία στην εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που θα καταστήσουν πιο λειτουργική την Ένωση και χωρίς να διαφαίνεται καμία προοπτική αυτά να ξεπεραστούν, αποτελούν τροχοπέδη που καθιστούν την ευρωζώνη μη ανταγωνιστική και καταδικασμένη στην αποτυχία».
Προσθέτει δε ότι τόσο η Γερμανία όσο και οι χώρες του ανεπτυγμένου Βορρά θα πρέπει να «παρέχουν πακέτα οικονομικής στήριξης στις περιφερειακές οικονομίες του Νότου με τα σοβαρά προβλήματα για πολλά χρόνια ακόμα, έως ότου να είναι σε θέση οι τελευταίες να προχωρήσουν στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα τους επιτρέψουν σε μια πρώτη φάση να επιβιώσουν και σε μια δεύτερη φάση να σταθούν αυτόνομα στη νομισματική ένωση, τουλάχιστον στην παρούσα μορφή της.
O κ. Shugg καταλήγει ότι ο «μοναδικός τρόπος να υλοποιηθεί το όνειρο της πλήρους πολιτικής και φορολογικής ένωσης είναι το να βρεθεί ( η Ε.Ε.) προ τετελεσμένου με την εκδήλωση μιας κρίσης χρέους στη Γαλλία».
Εξηγεί ότι «το δημόσιο χρέος της Γαλλίας αγγίζει το 90% του ΑΕΠ, με τα αντίστοιχα επίπεδα για την Ισπανία και την Ιταλία να κυμαίνονται στο 80% και στο 120%. Μάλιστα, η γαλλική οικονομία και αγορά εργασίας χαρακτηρίζονται ως μη ανταγωνιστικές.
Ως εκ τούτου, το μόνο στοιχείο που τη σώζει από πιθανή επίθεση των διεθνών αγορών είναι η κουλτούρα του εθνικισμού που χαρακτηρίζει τους Γάλλους πολίτες, ώστε να είναι απόλυτα συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, κάτι που δεν ισχύει βέβαια ούτε για τους Έλληνες ούτε για τους Ισπανούς».
Εντούτοις, τονίζει ότι εάν «οι αγορές θεωρήσουν ότι ο μοναδικός τρόπος να ξεπεράσει η Γαλλία την απροθυμία παραχώρησης της αυτονομίας της σε όργανα ελέγχου και χάραξης πολιτικής που δεν θα είναι γαλλικής υπηκοότητας, τότε σίγουρα θα επιτεθούν στην οικονομία της, μέχρι να υποχωρήσει στο αναγκαίο αίτημα της εμβάθυνσης τόσο σε φορολογικό όσο και σε τραπεζικό επίπεδο».
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, στο ίδιο θέμα, της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη, αναφέρεται ρεπορτάζ του δικτύου SBS σε ανταπόκριση από την Αθήνα.
Ο δημοσιογράφος καταγράφει ότι με την ελληνική οικονομία να «βυθίζεται στην ύφεση, την ανεργία να ανέρχεται στο 25%, να μην υπάρχουν άλλα περιθώρια για περικοπές στον προϋπολογισμό και αύξηση των φόρων και τις προβλέψεις του ΔΝΤ να κάνουν λόγο για συρρίκνωση κατά 4,8% και καμία ανάπτυξη για το επόμενο έτος σύμφωνα με τις αισιόδοξες προβλέψεις, είναι απόλυτα λογικό το αίτημα του πρωθυπουργού κ. Σαμαρά για παράταση κατά δύο έτη του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων που έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα».
Μάλιστα, στο ρεπορτάζ καταγράφονται οι δηλώσεις της Michala Marcussen, οικονομολόγου της Societe Generale, ότι «είναι πρακτικά αδύνατο για την Ελλάδα να επιτύχει τους στόχους μείωσης του ελλείμματος σε αυτήν την φάση. Χρειάζεται περισσότερο χρόνο και περισσότερα χρήματα και η λήψη οποιασδήποτε απόφασης για τη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να τεθεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αντίθετα, υπάρχουν άλλα σοβαρότερα προβλήματα στην ευρωζώνη που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης».