Κέρδη από συνεχιζόμενες δραστηριότητες προ φόρων ύψους 41 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2018 σε επίπεδο Ομίλου έναντι ζημιών 59 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2017, ανακοίνωσε σήμερα η Εθνική Τράπεζα.
Στην Ελλάδα τα κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ανήλθαν σε 18 εκατ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2018 από 10 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, αντικατοπτρίζοντας τη σημαντική αποκλιμάκωση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια (-72% σε τριμηνιαία βάση), η οποία αντιστάθμισε την πτώση στα οργανικά έσοδα (-5% σε τριμηνιαία βάση) και τις ζημίες από χρηματοοικονομικές πράξεις ύψους 9 εκατ. έναντι κερδών 34 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο εν μέσω ενός επιδεινούμενου οικονομικού περιβάλλοντος διεθνώς.
Στη ΝΑ Ευρώπη, ο όμιλος σημείωσε κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους 3 εκατ. το δεύτερο τρίμηνο του 2018 από 11 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, λόγω υψηλότερων προβλέψεων για επισφαλή δάνεια και αυξημένης φορολογίας.
Στην ανακοίνωσε επισημαίνεται ότι η μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs) συνεχίστηκε στο Β’ τρίμηνο του 2018 και διαμορφώθηκε σε 0,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, εκ των οποίων 0,3 δισ. ευρώ αφορούν στον αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων ύψους και 0,2 δισ. ευρώ σε διαγραφές πλήρως καλυμμένων από προβλέψεις δανείων.
Η τριμηνιαία μεταβολή ενσωματώνει επίσης την πώληση στις αρχές Ιουλίου χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων μη εξασφαλισμένων δανείων Λιανικής και Μικρών Επιχειρήσεων στην Ελλάδα, το ανεξόφλητο κεφάλαιο του οποίου ανέρχεται σε περίπου 2 δισ. ευρώ. Το τίμημα της συναλλαγής, το οποίο διαμορφώθηκε σε περίπου 6% του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου, ενίσχυσε το δείκτη CET1 της Τράπεζας κατά περίπου 18 μονάδες βάσης. Μετά την εν λόγω πώληση, η τράπεζα εκπληρώνει ήδη το στόχο του ΕΕΜ για το 2018, διατηρώντας παράλληλα ένα απόθεμα ύψους 1,3 δισ. ευρώ. Η συνολική μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων από το τέλος του 2015 ανέρχεται σε 5,5 δισ. και αντικατοπτρίζει αρνητικό ρυθμό δημιουργίας νέων επισφαλειών ύψους 2,1 δισ., με το υπόλοιπο να προέρχεται από λογιστικές διαγραφές δανείων (3,4 δισ. ευρώ), η πλειοψηφία των οποίων περιλήφθηκε στην πρόσφατη πώληση.
Οι καταθέσεις του ομίλου ενισχύθηκαν κατά 2,3% σε τριμηνιαία βάση και διαμορφώθηκαν σε 41,2 δισ. ευρώ το Β’ τρίμηνο του 2018, αντανακλώντας κυρίως τις θετικές εξελίξεις στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο. Στην Ελλάδα, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 866 εκατ. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο σε 39,3 δισ. Οι καταθέσεις στη ΝΑ Ευρώπη ενισχύθηκαν κατά 2,7% σε τριμηνιαία βάση σε 1,9 δισ. Σε σχέση με το Α’ εξάμηνο του 2017, οι καταθέσεις του ομίλου αυξήθηκαν κατά 8,2% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας εγχώριες εισροές καταθέσεων ύψους 3 δισ., παρά τη συνεχιζόμενη χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, ο δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις βελτιώθηκε περαιτέρω σε 73% στην Ελλάδα (75% το Α’ τρίμηνο του 2018) και σε 74% σε επίπεδο Ομίλου.
Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα διατηρείται σε μόλις 2,8 δισ. τον Αύγουστο του 2018 από 12,3 δισ. το τέλος του Δ’ τριμήνου του 2016 και αφορά αποκλειστικά στο πρόγραμμα στοχευμένων συναλλαγών μακροχρόνιας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ. Μετά την αποπληρωμή του ELA στο τέλος Νοεμβρίου 2017, ο δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) ανέρχεται σε 117%.
Σε δηλώσεις του ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς αναφέρει ότι «τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου 2018 της ΕΤΕ καταδεικνύουν τη συνεχή βελτίωση του ισολογισμού και σηματοδοτούν την αντιστροφή των τάσεων στα αποτελέσματα του ομίλου. Πράγματι, μετά την επιστροφή της Τράπεζας σε θετικά λειτουργικά αποτελέσματα κατά το πρώτο τρίμηνο, η οργανική κερδοφορία συνεχίζει να ισχυροποιείται στο δεύτερο τρίμηνο του 2018»
Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου ο Παύλος Μυλωνάς επισημαίνει ότι, «η ΕΤΕ ολοκλήρωσε επιτυχώς την πώληση χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων μη εξασφαλισμένων δανείων στην Ελλάδα, το ανεξόφλητο κεφάλαιο του οποίου ανέρχεται σε περίπου 2 δισ. ευρώ. Η εν λόγω συναλλαγή ενίσχυσε τον δείκτη CET 1 της Τράπεζας κατά περίπου 18 μονάδες βάσης. Επιπρόσθετα, η ΕΤΕ σημείωσε μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων για 9ο συνεχόμενο τρίμηνο, υπερβαίνοντας το στόχο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) για το Β΄ τρίμηνο κατά περίπου 1,3 δισ. ευρώ. Ως αποτέλεσμα, η τράπεζα επιτυγχάνει ήδη τον στόχο του ΕΕΜ για το 2018, στοχεύοντας στη διατήρηση του σημαντικού αυτού αποθέματος κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου».
Από πλευράς ρευστότητας, τονίζει ο κ.Μυλωνάς «η ΕΤΕ διατηρεί ένα σημαντικό απόθεμα ρευστότητας μετά την πλήρη αποδέσμευσή της από τον ELA το Νοέμβριο του 2017. Η απόφαση της ΕΚΤ για άρση της κατ’ εξαίρεση αποδοχής ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Ελληνικού ∆ημοσίου ως αποδεκτών ενεχύρων στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης έχει μηδενική επίπτωση στο κόστος χρηματοδότησής μας. Σημειώνουμε ότι, η χρηματοδότηση από την ΕΚΤ αντανακλά αποκλειστικά το πρόγραμμα στοχευμένων συναλλαγών μακροχρόνιας αναχρηματοδότησης (TLTROs), με το Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας της Τράπεζας να ανέρχεται σε 117% τον Ιούλιο».
Όσον αφορά τις επιδόσεις σε επίπεδο κερδοφορίας, η ΕΤΕ επισημαίνει ο διευθύνων σύμβουλος «παρουσίασε λειτουργικά κέρδη ύψους 44 εκατ. από 25 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, ως αποτέλεσμα της σημαντικής αποκλιμάκωσης του κόστους πιστωτικού κινδύνου. Τα κέρδη προ προβλέψεων θεωρούμε ότι άγγιξαν το χαμηλότερο σημείο τους κατά το δεύτερο τρίμηνο, με τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, την ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες και τη μείωση των λειτουργικών εξόδων να αναμένεται να συμβάλουν στην ανάκαμψη των αποτελεσμάτων του ομίλου. Ειδικότερα, οι κυριότεροι παράγοντες που θα συντελέσουν στην ενίσχυση της κερδοφορίας μας στο βραχυπρόθεσμο διάστημα είναι το κόστος πιστωτικού κινδύνου σε επίπεδα της τάξεως των 110 μ.β. περίπου, το Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου Προσωπικού, το οποίο αφορά σε 500 περίπου εργαζόμενους και αναμένεται να ολοκληρωθεί άμεσα, καθώς και η περαιτέρω περιστολή των γενικών και διοικητικών εξόδων».