Το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανακοίνωσε την Τρίτη πως κατέληξε στο προκαταρκτικό πόρισμα πως συγκολλημένοι σωλήνες μεγάλης διαμέτρου που εισάγονται στη χώρα από τον Καναδά, την Κίνα, την Ελλάδα, την Ινδία, τη Νότια Κορέα και την Τουρκία προσφέρονται σε τιμές πολύ κατώτερες της θεωρούμενης ως δίκαιης με σκοπό την δόλια απόσπαση μεριδίου αγοράς της χώρας, ότι δηλαδή επιδοτούνται και ακολουθούνται πρακτικές ντάμπινγκ κατά τη διάθεσή τους.
Το υπουργείο διευκρίνισε ότι συμπέρανε πως οι σωλήνες αυτοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται συνήθως για την κατασκευή αγωγών μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου, πωλούνται σε τιμές χαμηλότερες αυτών που θεωρούνται δίκαιες—εκατοστιαία, από 3,45% ως 132,63%.
Τον Ιούνιο, το υπουργείο είχε ανακοινώσει πως κατέληξε στο προκαταρκτικό πόρισμα ότι οι σωλήνες που εισάγονται από τις τέσσερις από τις έξι χώρες —την Κίνα, την Ινδία, τη Νότια Κορέα και την Τουρκία— επιδοτούνται αθέμιτα κι επέβαλε σε πρώτη φάση δασμούς οι οποίοι στην περίπτωση της Ινδίας ξεπέρασαν ακόμη και το 500%.
Στην ανακοίνωση που δημοσιοποίησε την Τρίτη, ανέφερε ότι το ντάμπινγκ των εισαγόμενων σωλήνων από τον Καναδά ανέρχεται στο 24,38%· από την Κίνα στο 132,63%· από την Ελλάδα στο 22,51%· από την Ινδία στο 50,55%· από τη Νότια Κορέα μεταξύ ενός 14,97% κι ενός 22,21%· και από την Τουρκία μεταξύ ενός 3,45% και ενός 5,29%.
Οι εισαγωγές των σωλήνων από τις έξι χώρες είχαν αξία που υπερέβη τα 720 εκατομμύρια δολάρια το 2017, διευκρίνισε το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ.
Η έρευνα για τις συγκεκριμένες εισαγωγές άρχισε τον Μάρτιο, κατόπιν αίτησης μιας ομάδας αμερικανικών ιδιωτικών εταιρειών που παράγουν τέτοιους σωλήνες. Αφορά σωλήνες διαμέτρου μεγαλύτερης των 406,4 χιλιοστών.
Η έρευνα είναι μία από τις 100 και πλέον που έχουν ανοίξει αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά της η κυβέρνηση του ρεπουμπλικάνου Ντόναλντ Τραμπ, η οποία στο πλαίσιο του δόγματός του «πρώτα η Αμερική» λαμβάνει μέτρα προστασίας των αμερικανικών βιομηχανιών στην εγχώρια και στην παγκόσμια αγορά.
Αναμένεται να κριθεί οριστικά την 20ή Δεκεμβρίου εάν οι επιδοτήσεις των εξαγωγών αυτών πλήττουν την αμερικανική βιομηχανία και κατόπιν το υπουργείο Εμπορίου ενδέχεται να επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ διάρκειας έως και πέντε ετών.