Χρειάζονται «αναγκαίες υποχωρήσεις» από όλα τα μέρη για να επιλυθεί η ευρωπαϊκή κρίση, υπογραμμίζουν σε κύριο άρθρο τους οι New York Times, υπό τον τίτλο «Ευρωπαϊκό παιχνίδι αλληλοκατηγοριών», τονίζοντας παράλληλα ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα.
Η εφημερίδα επισημαίνει ότι οι ηγέτες θα πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της Ισπανίας και της Ιταλίας. Στο πλαίσιο αυτό, αναφορά γίνεται και στη δήλωση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, ότι η σημερινή δομή της ευρωζώνης δεν είναι βιώσιμη. Ο κ. Ντράγκι, επίσης, ζητά και την υλοποίηση μακροπρόθεσμων θεσμικών μεταρρυθμίσεων, στις οποίες θα περιλαμβάνεται η διασφάλιση των καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η εποπτεία των τραπεζών.
Οι New York Times παραπέμπουν ακόμη και στη στήριξη των ευρωομολόγων από τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και πολλούς οικονομολόγους, με στόχο τη διευκόλυνση του δανεισμού των υπερχρεωμένων κρατών.
«Αυτό που απουσιάζει», όπως επισημαίνεται, «είναι το θάρρος από την πλευρά των πολιτικών, που αποφεύγουν να πουν στους ψηφοφόρους τους ορισμένες βασικές, σκληρές αλήθειες».
Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στην Ελλάδα, και σημειώνεται ότι η προεκλογική εκστρατεία κινείται μεταξύ τής επιβεβλημένης λιτότητας ή της αποχώρησης από το ευρώ. Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται ότι οι Έλληνες ψηφοφόροι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι υπήρξε ένας υπερβολικός δανεισμός και ότι η λιτότητα και οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να αποφευχθούν, ενώ από την άλλη πλευρά μια επιστροφή στη δραχμή θα ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή.
Οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», στο κύριο άρθρο τους, υποστηρίζουν ότι η πρόκληση για τους Έλληνες και Ευρωπαίους ηγέτες είναι να βρουν έναν τρόπο που θα ενθαρρύνει τις μεταρρυθμίσεις και θα διαχειρίζεται τη λιτότητα, χωρίς οικονομική και κοινωνική έκρηξη.
Τέλος, προβάλλεται η άποψη ότι η Γερμανία πρέπει να πάψει να κατηγορεί την Ελλάδα και να πει στον γερμανικό λαό ότι τον υπερβολικό δανεισμό της Ελλάδας τον δημιούργησαν οι γερμανικές τράπεζες, ότι η διάσωση της Ελλάδας αποτελεί εν μέρει διάσωση των γερμανικών τραπεζών, καθώς και ότι η διατήρηση της ευρωζώνης απαιτεί θυσίες απ’ όλες τις πλευρές.
Εξάλλου, δημοσίευμα της «Ουάσιγκτον Ποστ» υποστηρίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να υλοποιήσει, εντός των χρονοδιαγραμμάτων, τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε για την παροχή του σχεδίου διάσωσης, αυξάνοντας τις πιθανότητες να βρεθεί η χώρα εκτός της ευρωζώνης. Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου δεν παρέχουν καμιά εγγύηση ότι θα επιτρέψουν τον σχηματισμό κυβέρνησης ικανής να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την εκταμίευση της βοήθειας από την ΕΕ και το ΔΝΤ, όπως τονίζεται.
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, η κυβέρνηση Ομπάμα παρακολουθεί με ανησυχία την κατάσταση, καθώς μια διακοπή του προγράμματος στήριξης της Ελλάδας και μια έξοδός της από την ευρωζώνη θα μπορούσε να προκαλέσει ένα κύμα αναταράξεων σε όλη την Ευρώπη ή και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αγωνία επικεντρώνεται στο γεγονός ότι, εάν η Ελλάδα δεν ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της, οι επενδυτές θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους και για τις άλλες προβληματικές χώρες, όπως για την Ισπανία και την Ιταλία, υποχρεώνοντάς τες να προσφύγουν σε σχέδια διάσωσης τα οποία αδυνατούν να παράσχουν η Ευρώπη και το ΔΝΤ.
Επίσης, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τις τελευταίες εβδομάδες η προοπτική εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ μετατρέπεται από ενδεχόμενο σενάριο σε απειλή, την οποία λαμβάνουν πλέον υπόψη τους το ΔΝΤ και η ΕΚΤ. Στις πρόσφατες αναλύσεις του το ΔΝΤ συνυπολογίζει πλέον το κόστος ενδεχόμενης απομάκρυνσης της Ελλάδας από το ευρώ. Επίσης, επισημαίνεται ότι οι αναλυτές θεωρούν ενδεχόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις προσεχείς εκλογές ως τον προάγγελο μιας ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Ακόμη όμως και στην περίπτωση σχηματισμού κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, που διαπραγματεύτηκαν από κοινού το σχέδιο διάσωσης, η καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων θέτει σειρά προβλημάτων, καθώς το ΔΝΤ κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια παραβίασης του χρονοδιαγράμματος. Το νέο σχέδιο διάσωσης για την Ελλάδα είχε εγείρει πολλές αντιδράσεις τόσο εντός του Ταμείου όσο και στην Ευρώπη, και κατά συνέπεια μια παραβίαση του προγράμματος δεν μπορεί να εγγυηθεί την απρόσκοπτη ροή χρημάτων, σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα της εφημερίδας.