Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να θεσπίσει ένα νέο κοινοτικό κανονισμό στόχος του οποίου θα είναι «η βελτίωση των επιχειρηματικών ευκαιριών για τις επιχειρήσεις της ΕΕ στις παγκόσμιες αγορές δημοσίων συμβάσεων».
Κύριοι στόχοι της πρωτοβουλίας της Επιτροπής είναι, όπως τονίζει στη σχετική ανακοίνωσή της, «να καταστεί η ΕΕ ικανή να προσελκύσει τις χώρες μη μέλη της ΕΕ σε διαπραγματεύσεις για το περαιτέρω άνοιγμα των αγορών τους που αφορούν συνάψεις συμβάσεων». Επί της ουσίας η Επιτροπή δηλώνει έτοιμη να θεσπίσει ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο το οποίο θα επιβάλει τον αποκλεισμό από τις ευρωπαϊκές αγορές δημοσίων συμβάσεων επιχειρήσεων που προέρχονται από χώρες οι οποίες δεν σέβονται τις υφιστάμενες διεθνείς συμφωνίες, ή ασκούν αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος της ΕΕ. Στόχος της πρότασης είναι επίσης να εξασφαλίσει τον ισότιμο ανταγωνισμό μεταξύ όλων των επιχειρήσεων (ευρωπαϊκών και μη) όταν αυτές συμμετέχουν στην προσοδοφόρα αγορά των δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ.
Όπως επισημαίνει η Επιτροπή οι δημόσιες συμβάσεις καλύπτουν ένα μεγάλο μερίδιο των διεθνών εμπορικών ροών, που εκτιμάται σε 1000 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Στην ΕΕ ο τομέας των δημοσίων συμβάσεων αντιπροσωπεύει έως και 19% του ΑΕΠ και αποτελεί σημαντικό μοχλό για μια νέα προώθηση της ανάπτυξης, ιδίως σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης. Η αγορά δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ είναι κατά παράδοση πολύ ανοικτή.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Επιτροπή «οι αγορές των εμπορικών μας εταίρων δεν είναι πάντα εξίσου ανοικτές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, μόνο το ένα τέταρτο της παγκόσμιας αγοράς δημοσίων συμβάσεων είναι ανοικτή στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν οι εμπορικοί μας εταίροι αφορούν τομείς στους οποίους η ΕΕ είναι εξαιρετικά ανταγωνιστική – όπως ο κατασκευαστικός, οι δημόσιες μεταφορές, τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα, η παραγωγή ενέργειας και ο φαρμακευτικός τομέας – με αποτέλεσμα να μένουν «εν υπνώσει» εξαγωγές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αξίας 12 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως».
Βασικές πτυχές της πρότασης κανονισμού που παρουσίασε σήμερα η Επιτροπή είναι οι εξής:
– Επιβεβαιώνονται τα σημαντικά επίπεδα ανοίγματος της αγοράς δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ.
– Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει για συμβάσεις άνω των 5 εκατ. ευρώ, τον αποκλεισμό από πλευράς των αναθετουσών αρχών της ΕΕ, των προσφορών που περιλαμβάνουν σημαντικό μέρος αλλοδαπών αγαθών και υπηρεσιών, εφόσον οι εν προκειμένω συμβάσεις δεν καλύπτονται από υφιστάμενες διεθνείς συμφωνίες.
– Σε περίπτωση επανειλημμένων και σοβαρών διακρίσεων εις βάρος των ευρωπαίων προμηθευτών σε χώρες μη μέλη της ΕΕ, η Επιτροπή θα έχει στη διάθεσή της έναν μηχανισμό που θα της επιτρέπει να περιορίζει την πρόσβαση μιας χώρας μη μέλους της ΕΕ στην αγορά της ΕΕ, όταν αυτή δεν συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση της άνισης πρόσβασης στην αγορά. Στοχεύονται τυχόν περιοριστικά μέτρα, για παράδειγμα με τον αποκλεισμό προσφορών από χώρα μη μέλος της ΕΕ ή με την επιβολή επιβάρυνσης επί της τιμής.
– Τέλος, με την πρόταση αυξάνεται η διαφάνεια για τις ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές προκειμένου να καταπολεμηθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός από προμηθευτές εκτός ΕΕ στην ευρωπαϊκή αγορά.
Ο Mισέλ Μπαρνιέ, Ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά και τις Υπηρεσίες, προέβη επί του θέματος στην ακόλουθη δήλωση: «Η ΕΕ δεν πρέπει πλέον να είναι αφελής και στόχος της πρέπει να είναι η δικαιοσύνη και η αμοιβαιότητα στις παγκόσμιες συναλλαγές. Η πρωτοβουλία μας βασίζεται στην πεποίθηση της Ευρώπης ότι το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων δημιουργεί οφέλη σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Είμαστε ανοικτοί για την ανάληψη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και έτοιμοι για μεγαλύτερο άνοιγμα, υπό την μόνη όμως προϋπόθεση ενός ισότιμου ανταγωνισμού των επιχειρήσεων με τους ανταγωνιστές τους. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να επαγρυπνεί για την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων, των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και των θέσεων απασχόλησης.»
Αντιστοίχως ο Κάρελ Ντε Χουχτ, Ευρωπαίος Επίτροπος αρμόδιος για το Εμπόριο δήλωσε τα εξής: «Πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει να διασφαλίσουμε την ελεύθερη ροή των συναλλαγών και ότι οι δημόσιες συμβάσεις πρέπει να αποτελούν ουσιώδες μέρος των ανοικτών εμπορικών αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό είναι καλό για τις επιχειρήσεις, για τους καταναλωτές και δίνει αξία στο χρήμα του φορολογούμενου. Αυτή η πρόταση θα αυξήσει την επιρροή που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση στις διεθνείς διαπραγματεύσεις και στους εταίρους της για το άνοιγμα των αγορών δημοσίων συμβάσεων στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Είμαι βέβαιος ότι στη συνέχεια οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα έχουν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας στις δημόσιες συμβάσεις ξένων χωρών, δημιουργώντας έτσι θέσεις απασχόλησης.»
Όπως επισημαίνει τέλος στη σημερινή ανακοίνωσή της η Επιτροπή, στα συμπεράσματά του της 23ης Οκτωβρίου 2011, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση σχετικά με ένα μέσο της ΕΕ για το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων, επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να προωθεί τις ελεύθερες, δίκαιες και ανοικτές συναλλαγές, και προβάλλοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντά της σε ένα πνεύμα αμοιβαιότητας και αμοιβαίου οφέλους έναντι των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.