Για ακόμη μια φορά, αποδεικνύεται πόσο απλά είναι κάποια πράγματα στη διαχείριση των μηχανισμών του Δημοσίου. Γίνεται πασιφανές ότι η συλλογή των φόρων, για παράδειγμα, είναι απλά μαθηματικά, και απαιτεί απλώς το αυτονόητο: δηλαδή, το να κάνουν όλοι τη δουλειά τους σωστά.
Αυτό δείχνει, άλλωστε, και η έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργου Προβόπουλου, που βασίζεται και σε στοιχεία του ΟΟΣΑ. Τι ακριβώς λέει;
Ότι στη χώρα μας, η αποδοτικότητα της συλλογής των εσόδων από ΦΠΑ υστερεί σημαντικά έναντι των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ.
Ότι, με βάση ένα συγκεκριμένο δείκτη, είναι στο 0,51, ενώ στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, ο μέσος όρος είναι 0,71, για το 2008.
Μάλιστα, συνέχισε την πτωτική του πορεία, το 2009 στο 0,5, το 2010 στο 0,48 και πέρυσι στο 0,45!
Τι σημαίνουν όλα αυτά πρακτικά; Δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι εάν η Ελλάδα διατηρούσε το 2011 την αποδοτικότητα συλλογής ΦΠΑ του 2008 (0,51), με τους τρέχοντες συντελεστές ΦΠΑ θα είχε επιπλέον ετήσιες εισπράξεις ΦΠΑ, ύψους περίπου 2,3 δισ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ.
Δεύτερον, ότι εάν ήταν εφικτό να επιτύχει η Ελλάδα το 2011 τη μέση αποδοτικότητα των χωρών του ΟΟΣΑ (πλην Ελλάδος, δηλαδή 0,71), τότε θα είχε υψηλότερες ετήσιες εισπράξεις ΦΠΑ ύψους περίπου 9,8 δισ. ευρώ ή 4,6% του ΑΕΠ.
Δηλαδή, ότι αν τόσα χρόνια ακολουθούσαμε τις συστάσεις των εμπειρογνωμόνων του ΟΟΣΑ για τη συλλογή εσόδων και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, δεν θα χρειαζόμασταν πολύ απλά όλα αυτά τα εισπρακτικά μέτρα – ή τα περισσότερα εξ αυτών -, που έχουν επιβληθεί την τελευταία διετία.
Πού αποδίδεται η καθίζηση αυτή;
Η έκθεση αναφέρει πολύ απλά ότι η αποδοτικότητα της συλλογής ΦΠΑ φθίνει δραματικά κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του μνημονίου, «τόσο λόγω της αδυναμίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού όσο και λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και έλλειψης ρευστότητας στην αγορά».
Κάνει λόγω ακόμη για «υπερβάλλουσα συσσώρευση επιστροφών φόρων το 2011», καθώς, «με δεδομένη τη μεγάλη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και την ακόμη μεγαλύτερη μείωση των φορολογικών εσόδων (προ επιστροφών φόρων), είναι τουλάχιστον παράδοξο το γεγονός των τόσο μεγάλων επιστροφών φόρων».
Η Τράπεζα εκτιμά ότι στις αποκλίσεις από τους στόχους συνέβαλε και η επιδείνωση της πορείας της οικονομίας: «Τα 2/3 της χειροτέρευσης του συνόλου των εσόδων από έμμεσους φόρους και από φόρους εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων σε σύγκριση με το 2010 αποδίδονται στην κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Το υπόλοιπο 1/3 μπορεί να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες, όπως είναι η φοροδιαφυγή που εν μέρει οφείλεται στην περιορισμένη ρευστότητα των ιδιωτών και των επιχειρήσεων και σε αδυναμίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Συνεπώς, ένα σημαντικό ποσοστό της υστέρησης που παρουσιάζουν τα έσοδα, παρά τη σειρά των φορολογικών παρεμβάσεων, δεν μπορεί να αποδοθεί στη χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης, αλλά στους αρνητικούς παράγοντες, που προαναφέρθηκαν και που εξακολουθούν να υφίστανται στο δεύτερο έτος εφαρμογής του μνημονίου».