Αμφιβολία και στάση αναμονής παρατηρείται εκ μέρους αξιωματούχων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στελεχών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και ΜΜΕ όσον αφορά τις προοπτικές που διαγράφονται μετά τη συμφωνία στο Γιούρογκρουπ για τη δανειακή σύμβαση του 2ου προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ενώ πολλοί αναλυτές επιμένουν να υποστηρίζουν ότι το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδας και εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη «παραμένει ανοικτό».
Μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι ακόμη και με την εξασφάλιση της νέας δανειακής σύμβασης προς την Ελλάδα, δεν μπορεί να αποκλειστεί «ένα κακό αποτέλεσμα», δεδομένου ότι η τελική έκβαση του όλου εγχειρήματος εξαρτάται από την ολοκλήρωση του PSI, τη σύσταση ειδικού λογαριασμού για την αποπληρωμή των επιτοκίων, την εφαρμογή καίριων μεταρρυθμίσεων και την έγκριση του δανείου από εθνικά κοινοβούλια κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι περισσότερες τοποθετήσεις των μελών συνέκλιναν στο γεγονός ότι όλα θα εξαρτηθούν από την «πιστή εφαρμογή» του προγράμματος.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, φαίνεται ότι δεν έκανε καμία νύξη για το ποσό συμμετοχής του ΔΝΤ στη νέα δανειακή σύμβαση και αυτό, όπως είχε δηλώσει η ίδια στις Βρυξέλλες, θα αποφασιστεί τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου. Επίσης, εκτιμάται ότι το ΔΝΤ θα περιμένει την ολοκλήρωση του PSI και μετά να αποφασίσει για το ποσό συμμετοχής του Ταμείου.
Στο μεταξύ, η πλειοψηφία των αμερικανικών ΜΜΕ εμφανίζεται με επιφυλάξεις έναντι της πρόσφατης συμφωνίας για την Ελλάδα. Μερικά δημοσιεύματα επικαλούνται αξιωματούχους του οικονομικού κλιμακίου της κυβέρνησης των ΗΠΑ και στελέχη μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εξακολουθώντας να προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι «πολλοί αναλυτές δεν διερωτώνται εάν το πρόγραμμα θα αποτύχει, αλλά πότε θα συμβεί αυτό», όπως σημειώνεται σε άρθρο της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ».
Στην ίδια εφημερίδα καταγράφεται η εκτίμηση ότι «για την Ελλάδα θα ήταν πολύ καλύτερα εάν η Ευρώπη την άφηνε να χρεοκοπήσει πριν από δύο χρόνια, μειώνοντας το χρέος της σε διαχειρίσιμα επίπεδα και αντιμετωπίζοντας νωρίτερα τις οικονομικές συνέπειες των μεταρρυθμίσεων».
Η «Ουάσιγκτον Ποστ» επίσης, με κύριο άρθρο της, εκφράζει επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του δεύτερου προγράμματος στήριξης της Ελλάδας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της χώρας και εξόδου της από το ευρώ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων κυρίως στην Ελλάδα και τις άλλες προβληματικές χώρες, αλλά και στις ισχυρές χώρες, όπου θα πρέπει να ενισχυθεί η εσωτερική κατανάλωση. Ζητούμενο επίσης, τονίζεται χαρακτηριστικά, αποτελεί η ανάσχεση της ύφεσης και η στήριξη της ανάπτυξης.
Σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας, το «υψηλό πρωτόγνωρο δάνειο» που εγκρίθηκε για την Ελλάδα, τής εξασφαλίζει μια σημαντική μείωση του χρέους της, ενώ αποτρέπει την κατάρρευση των ευρωπαϊκών τραπεζών και κατά συνέπεια την επέκταση της κρίσης στην Ευρώπη. Στο εξής, όπως αναφέρεται, οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί θα κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους.
Στη συνέχεια, τίθενται ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα του νέου προγράμματος για την Ελλάδα σε σχέση με την ανάπτυξη, καθώς βασίζεται κυρίως στα μέτρα λιτότητας (περικοπές μισθών και δαπανών) και λιγότερο στην καταπολέμηση των ειδικών προνομίων, της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, τα οποία παρεμποδίζουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και την ανταγωνιστικότητα, σημειώνει η εφημερίδα, προσθέτοντας ενδεικτικά ότι «οι στόχοι του προγράμματος είναι οριακοί και η Ελλάδα θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τους παραβεί».
Επίσης, διατυπώνεται η άποψη ότι «η Ελλάδα δεν είναι ενδεχομένως δυνατό να σωθεί. Καθώς η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας αυξάνεται, η χρεοκοπία και η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη (σιωπηρά σχεδιαζόμενη) θα μπορούσε να καταστεί αναπόφευκτη κατά την επόμενη αποτυχία της Ελλάδας να ανταποκριθεί στους στόχους μείωσης του χρέους της. Αυτό που έχει σημασία είναι το δίδαγμα που βγαίνει για την Ευρώπη από το συγκεκριμένο θλιβερό επεισόδιο: δεν υπάρχει υποκατάστατο για μια ισχυρή ανάπτυξη. Οι δανειστές της Ελλάδας οφείλουν να ασκήσουν πιέσεις για την προώθηση αναπτυξιακών δομικών μεταρρυθμίσεων, ακόμη και ενάντια στα διαπλεκόμενα πολιτικά συμφέροντα. Οι ισχυρές χώρες θα πρέπει επίσης να ανταμείψουν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των αδύναμων γειτόνων τους αντί να δυσανασχετούν για τα κεφάλαια διάσωσης και να πιέζουν για ισορροπημένους προϋπολογισμούς. Η Γερμανία ειδικότερα θα πρέπει να μειώσει την εξάρτησή της από την εξαγωγική ανάπτυξη, παρέχοντας μέρος της αγοράς στους εταίρους της. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εφαρμοσθούν και αντίστροφα σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη για την αποφυγή της κατάρρευσης».
Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται ανταπόκριση από την Αθήνα, με την οποία σημειώνονται οι «αμφιβολίες που εκφράζονται για την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας», προσθέτοντας ότι «οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι λαμβάνουν υπόψη τους την πρόσφατη έκθεση της Τρόικας, η οποία επισημαίνει ότι ακόμη και με το νέο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της χώρας παραμένει ανοιχτό».
Επίσης, τονίζεται ότι «οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ζητούν από την Ελλάδα να εντάξει στο Σύνταγμά της ότι θα αποτελεί “προτεραιότητα” η αποπληρωμή του χρέους της, ενώ τα χρήματα που προβλέπονται για το νέο πρόγραμμα θα βρίσκονται σε ειδικό λογαριασμό για την κάλυψη του χρέους», σημειώνοντας ότι «η κατάσταση ωστόσο της ελληνικής οικονομίας παραμένει δραματική».
Η «Νιου Γιορκ Τάιμς» καταγράφει την «αυξανόμενη αίσθηση ανησυχίας» και «αδιεξόδου που επικρατεί» μεταξύ των Ελλήνων πολιτών, παρά τη συμφωνία για τη νέα δανειακή σύμβαση που «απέτρεψε μια ελληνική χρεοκοπία και σταθεροποίησε το ευρώ», όπως επισημαίνεται, ενώ την ίδια ώρα, μεταξύ άλλων, προβάλλεται η άποψη πολλών Ελλήνων πολιτών ότι η εν λόγω σύμβαση αποσκοπεί περισσότερο στη διάσωση των τραπεζών και λιγότερο της ίδιας της χώρας και των πολιτών της.
Η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» επικαλείται δηλώσεις αξιωματούχων του ΔΝΤ, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που συνοδεύει τη συμφωνία δεν είναι απλώς ευάλωτο σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και σε μικρότερες ιδιωτικοποιήσεις, σε υψηλότερα από τα αρχικώς προβλεπόμενα επιτόκια ή και σε χειρότερες επιδόσεις στον τομέα του προϋπολογισμού, που ενδεχομένως θα καταστήσουν ανέφικτους τους στόχους της συμφωνίας.