Το κλειδί για τη βιώσιμη επανεκκίνηση του τραπεζικού συστήματος, αλλά και της οικονομίας μας γενικότερα, είναι να κερδίσουμε το στοίχημα της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δηλώνουν με κάθε ευκαιρία στελέχη τραπεζών, και μάλιστα από κάθε βαθμίδα της ιεραρχίας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Τα τραπεζικά στελέχη εκφράζουν την αισιοδοξία τους για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων που έχουν τεθεί από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές τη χρονική περίοδο 2017-2019, για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, βασιζόμενα στην εντατική και σε βάθος προεργασία που έχει γίνει σε κάθε μια από τις τράπεζες αλλά και σε συλλογικό επίπεδο, με μια σειρά πρωτοβουλιών της Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ).
Θεωρούν ενθαρρυντικό το γεγονός ότι μετά από πολλά χρόνια διαμορφώνεται πλέον το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για τη διαχείριση των NPLs και των NPEs όπως είναι η δυνατότητα πώλησης δανείων στη δευτερογενή αγορά, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, ο νέος πτωχευτικός κώδικας και οι αδειοδοτήσεις εταιρειών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε κάθε περίπτωση πάντως τραπεζικά στελέχη τονίζουν την ανάγκη βελτιωτικών παρεμβάσεων με προτεραιότητα στο Νόμο Κατσέλη, στον οποίο όπως επισημαίνουν καταφεύγουν πολλοί στρατηγικοί κακοπληρωτές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξυπηρετεί το πραγματικό του σκοπό, δηλαδή να προστατεύει τους πραγματικά αδύναμους. Εξάλλου, όπως επισημαίνουν η εκδίκαση των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη γίνεται με εξαιρετικά αργό ρυθμό και σημαντικός όγκος δανείων λιμνάζει στα δικαστήρια.
Σε πρόσφατη άλλωστε ομιλία της η γενική γραμματέας της ΕΕΤ καθηγήτρια Χαρούλα Απαλαγάκη, ανέτρεξε σε όλες τις νομοθετικές παρεμβάσεις που έγιναν από το 2008 μέχρι σήμερα, οι οποίες σε συνδυασμό με τις αργές δικαστικές αλλά και εξώδικες διαδικασίες, επιδείνωσαν σημαντικά τη διαχείριση των κόκκινων δανείων. Παρόλα αυτά στο κλείσιμο της ομιλίας της είπε χαρακτηριστικά: «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαθέτει πλέον γνώση και εμπειρία και μπορεί να πετύχει τους στόχους τους και να κάνει μια δυναμική επανεκκίνηση».
Προσεκτικά βήματα και κοινωνική ευαισθησία υπόσχονται οι τράπεζες
Η «μάχη», όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, θα γίνει με προσεκτικά βήματα, θα πάρει χρόνο και κυρίως με κοινωνική ευαισθησία, ώστε να προστατευθούν όσοι πραγματικά έχουν πρόβλημα. Η αναφορά του προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και προέδρου της Eurobank Νικόλαου Καραμούζη, σε πρόσφατη δημόσια ομιλία του είναι χαρακτηριστική: «Το ζήτημα των Ελληνικών μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μπορεί να επιλυθεί εν μία νυκτί. Μια τέτοια λύση δεν θα ήταν αξιόπιστη. Οφείλουμε να υιοθετήσουμε μία σταδιακή αλλά ταχεία προσέγγιση για την αντιμετώπιση των NPLs/NPEs. Οποιαδήποτε προσέγγιση για εσπευσμένες πωλήσεις με δεδομένη την άνευ προηγουμένου έκταση του προβλήματος και μάλιστα στο συγκεκριμένο αβέβαιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μειωμένη αξιοπιστία και πρόσβαση στις αγορές, από υψηλά επιτόκια λόγω αυξημένου ρίσκου, από μια περιορισμένη δευτερογενή αγορά NPEs, από μια αργά αναπτυσσόμενη και ευαίσθητη οικονομία θα μπορούσε να κλυδωνίσει το τραπεζικό σύστημα και τις προσδοκίες που υπάρχουν και να δημιουργήσει περιττά βάρη σε τελική, δε, ανάλυση να βλάψει την οικονομία».
Έδωσε μάλιστα με ακρίβεια τη διάσταση του προβλήματος και που βρισκόμαστε σήμερα. «Οι ελληνικές τράπεζες σήμερα, με βάση τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου του 2017, έχουν 102 δισ. ευρώ σε NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα), 73 δισ. ευρώ NPLs (δάνεια σε οριστική καθυστέρηση), επί συνόλου δανειακού χαρτοφυλακίου προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους 190 δισ. ευρώ. Επομένως, σχεδόν τα μισά από τα συνολικά δάνεια ανήκουν στην κατηγορία είτε των NPLs είτε των NPEs, τα οποία εμπίπτουν επίσης κατά την ευρεία του όρου έννοια στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για την αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου όγκου προβληματικών δανείων, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν ήδη διενεργήσει προβλέψεις 53 δισ. ευρώ, καλύπτοντας κατά μέσο όρο το 50% των NPEs και το 69% των NPLs. Τα ποσοστά αυτά κάλυψης είναι πάνω από το μέσο όρο των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης», ανέφερε ο κ. Καραμούζης.
Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ανέφερε επίσης μεταξύ άλλων ότι περίπου 60% των NPEs εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων, τα οποία αποτιμώνται σήμερα σε πολύ χαμηλές τιμές (κάποια από αυτά σε τιμές κατά 40% χαμηλότερες από τα υψηλά επίπεδα που είχαν στην αρχή της κρίσης). Επίσης, και σε αντίθεση με τις Ιταλικές τράπεζες, οι Ελληνικές έχουν υψηλά επίπεδα εσόδων προ προβλέψεων, στα 4,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2017. Αυτό, όπως είπε, είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, γιατί σε ένα ορίζοντα τριετίας αυτό σημαίνει ένα πρόσθετο απόθεμα ύψους 12,6 δισ. ευρώ προβλέψεων για NPEs/NPLs, χωρίς να επηρεαστεί η κεφαλαιακή βάση των Ελληνικών τραπεζών.
«Οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν ακόμα και σήμερα δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier1 μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: στο 17,2% κατά μέσο όρο, ή 33 δισ. ευρώ κεφάλαια, ενώ ακόμη και με όρους πλήρους εφαρμογής της CRDIV (fully loaded) ο δείκτης αυτός είναι 16,3%. Επομένως διαθέτουν ένα από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας – και πάλι μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωζώνη. Έτσι, οι Ελληνικές τράπεζες διατηρούν ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα – σημαντικά υψηλότερο από το ελάχιστο που προβλέπει ο SSM (12,25%)», πρόσθεσε.
Στο στόχαστρο οι στρατηγικοί κακοπληρωτές
Στο πλαίσιο αυτής της μεγάλης προσπάθειας οι τράπεζες δηλώνουν κατηγορηματικά ότι οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, δηλαδή όσοι έχουν εισοδήματα και ακίνητη περιουσία και αρνούνται συνειδητά να πληρώσουν τις υπάρχουσες δανειακές τους υποχρεώσεις, αλλά αρνούνται ακόμη και την συνεργασία με το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ήρθε πλέον η στιγμή να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της μακροχρόνιας συνειδητής αδιαφορίας τους.
Έχοντας λοιπόν ως στόχο τους στρατηγικούς κακοπληρωτές οι τράπεζες επιλέγουν χαρακτηριστικές περιπτώσεις κακοπληρωτών από τον τομέα της στεγαστικής πίστης για να εισάγουν τη σχετική διαδικασία στην πλατφόρμα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που εκτιμάται ότι θα ξεκινήσουν στα τέλη του τρέχοντος μηνός. Όπως διαβεβαιώνουν στελέχη τραπεζών σε δημόσιες παρεμβάσεις τους «οι τράπεζες δεν έχουν κανένα λόγο να στραφούν κατά των αδύναμων δανειοληπτών, ούτε και έχουν ως στόχο τα μικρής αξίας ακίνητα, που έχουν μεγάλη μεν σημασία για τους πολίτες, περιορισμένη δε οικονομική αξία για τις ίδιες. Μάλιστα όλη την περίοδο της κρίσης στάθηκαν δίπλα στους συνεπείς δανειολήπτες». Οι τράπεζες τονίζουν ότι είναι και θέμα δικαιοσύνης απέναντι στους συνεπείς δανειολήπτες να εντοπιστούν οι περιπτώσεις των στρατηγικών κακοπληρωτών και να εφαρμοστεί ως προς αυτούς ο νόμος.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις στρατηγικών κακοπληρωτών είναι λ.χ. δανειολήπτες που πήραν στεγαστικό δάνειο στο 100% της αξίας του ακινήτου, δηλαδή χωρίς να βάλουν ίδια κεφάλαια, προχώρησαν σε ενοικίαση του σπιτιού τους, διαθέτουν καταθέσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία και «αρνούνται» να συνεργαστούν με την τράπεζα τους για την αποπληρωμή του δανείου τους, συχνά, δε, ακόμη και στα δικαστήρια αποκρύπτουν τις πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες.