Τι θα γίνει με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ESM; Ποιος θα είναι ο μελλοντικός του ρόλος στην ευρωζώνη; Θα προχωρήσει σε αυτό που σχεδίαζε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όταν κατείχε τη θέση του υπουργού Οικονομικών; Η Frankfurter Allgemeine Zeitung διαπιστώνει κάμψη του σχετικού ενδιαφέροντος, παρά την επαναφορά της πρόταση σε άρθρο του επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ Γενς Βάιντμαν στη γαλλική εφημερίδα les Echos. Κομισιόν και ESM «Ναι μεν στο άρθρο ο Βάιντμαν συντάσσεται με την ιδέα Σόιμπλε καλώντας τον ESM να αποκτήσει περισσότερο βάρος στον δημοσιονομικό έλεγχο λόγω του ότι η Κομισιόν ασκεί η ίδια πολιτική και δεν είναι κατάλληλη γι αυτό, όμως το αίτημα μετατροπής του σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο δεν φαίνεται να ενθουσιάζει και τόσο τις Βρυξέλλες» σημειώνει ο σχολιαστής. «Ίσως επειδή ο ESM ως θεσμός, εάν έπρεπε να επιτηρεί τη δημοσιονομική πολιτική θα οδηγούνταν στις ίδιες προβληματικές καταστάσεις, όπως και η Κομισιόν. Η συζήτηση για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του βρίσκεται αντίθετα σε πλήρη εξέλιξη. Το ότι θα πρέπει να ενισχυθούν, κανείς δεν το αμφιβάλλει. Ανοιχτό αντίθετα παραμένει τι ακριβώς θα πρέπει να αναλάβει και τι όχι». Και ο αρθρογράφος συνεχίζει: «Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει ενισχυθεί η σημασία του για μεταρρυθμιστικά και δανειακά προγράμματα. Διότι το κατασκεύασμα με την τρόικα, που βιαστικά εφευρέθηκε στην ευρωκρίση, δεν έχει πλέον μέλλον υπό την αρχική του μορφή. Το ΔΝΤ δεν θέλει να διαδραματίσει ρόλο τόσο διακριτό, όπως στο παρελθόν, στο τρέχον ελληνικό πρόγραμμα μάλιστα δεν πρόκειται να δώσει νέο δάνειο. Αλλά και η ΕΚΤ θέλει να αποσυρθεί από την επιτήρηση κρατών σε πρόγραμμα. Σε περίπτωση που στο εγγύς ή απώτερο μέλλον προκύψουν δημοσιονομικές δυσκολίες, τότε δύο θεσμοί θα μπορούσαν να συντρέξουν: η Κομισιόν και ο ESM μαζί για την επιτήρηση του προγράμματος, και ο ESM μόνος του για την χορήγηση δανείου». Φτωχοί, πλην τίμια εργαζόμενοι Αναζητώντας άλλα θέματα τρέχουσας επικαιρότητας στο γερμανικό τύπο το ρεπορτάζ του διαδικτυακού Spiegel για τις σοβαρές παρενέργειες από τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα κεντρίζει το ενδιαφέρον. Αναφέρεται συγκριμένα στην πληθυσμιακή ομάδα εκείνων των Ελλήνων, οι οποίο ενώ έχουν εργασία είναι φτωχοί. Πρόκειται για τους «working poor», νέοι σπουδασμένοι και με προσόντα, αλλά με αποδοχές που μόλις φτάνουν για να καλύψουν το φαγητό τους. Οι άνθρωποι στους οποίους αναφέρεται το δημοσίευμα έχουν ονοματεπώνυμο. Είναι η Στέλλα Αντωνίου, 24 ετών, μπαργούμαν με σπουδές στις γλώσσες και στη λογοτεχνία, ο Γιώργος Γεωργιάδης, 27 ετών, καθηγητής Αγγλικών, με 25 ώρες εργασίας την εβδομάδα, αλλά με αποδοχές 15 ωρών και ο Μάρκος Καρύδης, 30 χρονών, εργαζόμενος σε φαστφουντάδικο, με σπουδές στην Φυσική Αγωγή». Και σημειώνει ο δημοσιογράφος: «Το 1/3 των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κερδίζει τόσο λίγα που μόλις τους φτάνει για να ζήσει. Είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Για τη δουλειά του παίρνουν κάτω από 376 ευρώ το μήνα ή 60% λιγότερο από το μεσαίο μισθό… Ο κίνδυνος ακόμη και με σταθερή εργασία να συγκαταλεχθεί κανείς στους φτωχούς στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλος, όσο πουθενά αλλού στην ΕΕ». Το άρθρο κάνει και σύγκριση ανάμεσα στο Βερολίνο και την Αθήνα σε ότι αφορά το κόστος ζωής. «Για παράδειγμα, στο Βερολίνο οι τιμές για προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης είναι μόλις 14,5% υψηλότερα από ότι στην Αθήνα, παρά το ότι στη γερμανική πρωτεύουσα η αγοραστική δύναμη είναι 117% μεγαλύτερη». Σε ότι αφορά τους λόγους αυτής της εξέλιξης ο αρθρογράφος, σύμφωνα με τη deutche welle, αναφέρει τη χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας που επέβαλαν οι δανειστές της Ελλάδας, απότοκο της δημοσιονομικής κρίσης. «Η χαλάρωση επέφερε ακριβώς το αντίθετο από το σκοπούμενο» επισημαίνει. «Ο νομοθέτης μείωσε το κατώτατο όριο μισθού στα 586 ευρώ και παράλληλα επέτρεψε στους εργοδότες να πηγαίνουν και χαμηλότερα, όταν αυτός που ψάχνει εργασία είναι κάτω των 25. Πίσω από αυτό κρύβονταν η ελπίδα ότι έτσι θα καταπολεμούνταν η νεανική ανεργία που το 2016 άγγιξε το 47%. Παράλληλα προέκυψε μια γενιά εργαζομένων που έκαναν σχεδόν τα πάντα γνωρίζονταν ότι εάν δεν το έκαναν αυτοί, θα το έκαναν άλλοι». Και ο αρθρογράφος καταλήγει: «Παρόλα αυτά η μεγάλη κραυγή των εργαζομένων φτωχών δεν ακούστηκε, επειδή ειδάλλως οι ευκαιρίες για μια έστω κακοπληρωμένη δουλειά θα μειώνονταν. Και μια κακοπληρωμένη δουλειά είναι πάντα καλύτερη από την ανεργία».