«Ο οικονομικός εκτροχιασμός των τελευταίων ετών αναπόφευκτα εμπνέει συγκρίσεις με, καθώς και αναθεωρήσεις, την μεγάλη οικονομική πανωλεθρία του προηγούμενου αιώνα», αναφέρει ο Economist.
Στο τελευταίο του τεύχος το βρετανικό περιοδικό επιχειρεί να εξετάσει τις συνθήκες της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, και να αντλήσει κάποια χρήσιμα συμπεράσματα, τα οποία μπορεί να ταυτίζονται ή όχι με την οικονομική αναταραχή των τελευταίων 4 ετών.
Το βρετανικό περιοδικό προσεγγίζει τις θέσεις του γνωστού οικονομολόγου Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος παραθέτει μία διαφορετική άποψη για τη Μεγάλη Ύφεση στο περιοδικό Vanity Fair.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον νομπελίστα οικονομολόγο «η Ύφεση μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί, μέσω της πτώσης του αγροτικού τομέα της Αμερικής».
«Η ανάλυση μου βλέπει τη χρηματοοικονομική κρίση του 1930 ως μία συνέπεια όχι, σε τόσο μεγάλο βαθμό, της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης, αλλά της υποκείμενης οικονομικής εξασθένισης.
Η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος δεν κορυφώθηκε μέχρι και το 1933, αρκετό καιρό μετά την έναρξη της Ύφεσης, και μετά από το γεγονός ότι η ανεργία είχε φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο. Μέχρι το 1931 η ανεργία ήταν ήδη στο 16%, και έφτασε στο 23% το 1932», υποστηρίζει ο Στίγκλιτς στο Vanity Fair.
«Η βασική αιτία ήταν μία διαρθρωτική αλλαγή στην πραγματική οικονομία: η ευρεία πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων και των εισοδημάτων, προκλήθηκε από αυτό που συνήθως χαρακτηρίζεται “ως ένα καλό πράγμα”, την μεγαλύτερη παραγωγικότητα δηλαδή», τονίζει ο νομπελίστας οικονομολόγος.
«Στην αρχή της Ύφεσης, περισσότερο από το 1/5 των Αμερικανών εργαζομένων ήταν αγρότες. Ανάμεσα στο 1929 και το 1932, αυτοί οι άνθρωποι είδαν τα εισοδήματα τους να πέφτουν από 30% μέχρι 70%, μεγεθύνοντας ακόμη περισσότερο τα χρόνια προβλήματα των αγροτών», συμπληρώνει.
Ο κ. Στίγκλιτς υποστηρίζει, εν ολίγοις, ότι η Μεγάλη Ύφεση προκλήθηκε από το γεγονός ότι «η επιταχυνόμενη παραγωγικότητα οδήγησε την παραγωγή να είναι πολύ μεγαλύτερη από τη ζήτηση, και οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα».
«Οι αγρότες τότε άρχισαν να δανείζονται μεγάλα ποσά, ώστε να διατηρήσουν το υψηλό επίπεδο της ζωής τους. Επειδή ούτε οι αγρότες ούτε οι τραπεζίτες δεν ανέμεναν μία τόσο μεγάλη μείωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, μία πιστωτική κρίση γρήγορα προκλήθηκε», υπογραμμίζει ο Αμερικανός οικονομολόγος.
Το βρετανικό περιοδικό Economist αναφέρει ότι οι συνθήκες που επικράτησαν τότε δεν μπορούν να συγκριθούν με την τωρινή κατάσταση, και συγκεκριμένα με την πτώση των θέσεων εργασίας στον μεταποιητικό τομέα.
«Βρήκα τη συνολική άποψη (του Στίγκλιτς) άτυχη, γιατί δεν νομίζω ότι υπάρχουν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, που προέκυψαν στην αμερικανική οικονομία, οι οποίες συνεισφέρουν σε μία συρρίκνωση της πραγματικής εν δυνάμει ανάπτυξης, και κρατούν σε στασιμότητα τα εισοδήματα και αυξάνουν την ανισότητα», σημειώνει ο αρθρογράφος του βρετανικού περιοδικού.
«Νομίζω ότι είναι σωστός στο ότι η ανάπτυξη του χρηματοοικονομικού τομέα αξίζει μία κριτική προσέγγιση. Αλλά αντί του να εξετάζει τις επιπλοκές αυτών των προβλημάτων, ο κ. Στίγλιτς μας καλεί να ξαναδούμε ένα πρόβλημα, το οποίο τα μακροοικονομικά έχουν ήδη αποτελεσματικά λύσει», καταλήγει το άρθρο.