«Δεν μπορεί ένας υπουργός οποιασδήποτε χώρας να έρχεται και να λέει στην ΕΚΤ ότι έχει δανείσει χρήμα στις τράπεζες της χώρας του, αλλά επειδή αυτή χρεοκοπεί, δεν πρόκειται να πληρώσει. Η ΕΚΤ ήταν επόμενο να αντιδράσει, όπως και αντέδρασε», δήλωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών και καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Γκίκας Χαρδούβελης, στον Αθήνα 9.84, με αφορμή τις καταγγελίες που έκανε χθες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας σχετικά με τον Γιάννη Βαρουφάκη.
Ειδικότερα, αναφερόμενος στις δηλώσεις Στουρνάρα στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τον Γ. Βαρουφάκη, ο κ. Χαρδούβελης παρατήρησε: «Ο κ. Στουρνάρας απηχούσε την άποψη της ΕΚΤ η οποία είναι ένας θεσμός που δεν μπορεί να δώσει δανεικά σε μια πτωχευμένη χώρα. Για να δώσει χρήμα ζητάει collaterals δηλαδή εγγυήσεις. Δεν μπορεί ένας υπουργός οποιασδήποτε χώρας να έρχεται και να λέει στην ΕΚΤ ότι έχει δανείσει χρήμα στις τράπεζες της χώρας του, αλλά επειδή αυτή χρεοκοπεί, δεν πρόκειται να πληρώσει. Η ΕΚΤ ήταν επόμενο να αντιδράσει, όπως και αντέδρασε».
«Η τακτική Βαρουφάκη έχει κοστίσει στη χώρα περί τα 40 δισ. ευρώ .Αν το σκεφθεί κανείς ένα άμεσο, εμφανές και προφανές κόστος, αφορά στην απώλεια της μετοχικής αξίας του Δημοσίου στις τράπεζες, περίπου 25 δισ. λόγω της ανακεφαλαιοποίησης. Καταφέραμε και ξανα-ανακεφαλαιοποιήσαμε τις τράπεζες και βάλαμε ξανά λεφτά των φορολογουμένων, όχι όσα περιμέναμε, 5 με 6 δισ. και χάσαμε όσα λεφτά είχαμε βάλει προηγουμένως.Αν δε κανείς και το μειωμένο ΑΕΠ θα συνειδητοποιούσαμε ότι οι απώλειες για κάθε πολίτη είναι της τάξης των 2 χιλιάδων ευρώ, ετησίως», συνέχισε.
Για την επάρκεια της δόσης του mail Χαρδούβελη, επί εποχής του ως ΥΠ.ΟΙΚ., ο κ. Χαρδούβελης παρατήρησε πως «ήταν αρκετή, δεδομένης της οικονομίας, το 2014. Το οικονομικό περιβάλλον και η οικονομία είχαν ήδη σταθεροποιηθεί, περιμέναμε ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2,7%, το κλίμα ήταν θετικό, το χρήμα εκινείτο, είχαν έρθει ξένοι επενδυτές και είχαν μείνει ελάχιστα να κάνουμε, κυρίως στο εργασιακό, ζητήματα που μπήκαν τώρα στο τραπέζι, δηλαδή δύο χρόνια αργότερα.
Το περιβάλλον που περιγράφω μπορεί να μοιάζει ιδανικό , αλλά να λάβουμε υπόψιν ότι περάσαμε μια 5ετία δυσκολιών, έγινε μια τεράστια αναπροσαρμογή το ΑΕΠ είχε μειωθεί στο ¼ και λίγο-πολύ, το πράγμα είχε στρώσει .
Με την αλλαγή αρχίσαμε φτου και από την αρχή. Αποφασίσαμε ότι θα συγκρουστούμε με τους δανειστές, επί Βαρουφάκη και ανακαλύψαμε ότι πρέπει να φέρουμε τη χώρα στο 2010 και να κάνουμε διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση στο πρώτο εξάμηνο του 2015 θα έπρεπε να είχε γίνει, αν μπορούσε να γίνει, το πρώτο εξάμηνο του 2010. Τότε όμως δεν μπορούσε να γίνει, διότι οι τράπεζές μας είχαν δανεικά περίπου 90 δις ευρώ από την ΕΚΤ, η οποία δεν ήθελε με τίποτα να δει απομείωση χρέους (reprofiling) ούτε και το 2011 και φώναζε.
Ήρθε λοιπόν, αφότου είχαμε κλείσει τα θέματα και η οικονομία θα είχε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, δηλαδή το πλεόνασμα του 2015 ήταν όσο ακριβώς και οι τόκοι της ίδιας χρονιάς και τα κατέστρεψε όλα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική που ακολούθησε εμμένοντας στην απομείωση του ονομαστικού χρέους».
Σχετικά με την έναρξη της συζήτησης για ρύθμιση του ελληνικού χρέους εντός του 2016 και το ενδεχόμενο εξελίξεων, σε αντίθετη περίπτωση, σημείωσε: «Είναι μέγα θέμα. Εκτιμώ ότι οι ευρωπαίοι δεν θα το ακουμπήσουν πριν από τις γαλλικές εκλογές και αυτές που αναμένονται σε άλλες ευρωπαικές χώρες.
Έχει αποφασιστεί από τον Μάιο, ένα τριετές πλαίσιο σχετικά με το δάνειο και σε αυτό το πλαίσιο η ουσία του ζητήματος έχει μετατεθεί. Δεν βλέπω να λύνεται νωρίτερα το ζήτημα του χρέους.
Εμείς βεβαίως θα επιθυμούσαμε να επιλυθεί νωρίτερα, αλλά είναι δεδομένη και η διχογνωμία ΕΕ-ΔΝΤ, το οποίο επιμένει να ζητά περισσότερες αλλαγές στο ασφαλιστικό, άρα και νέα μέτρα ώστε να καταστεί βιώσιμο το χρέος.
Οι Ευρωπαίοι πάλι από πλευράς τους θέλουν θα λέγαμε να το μπαλαμουτιάσουν και να βρουν μια μεσοβέζικη λύση, λόγω και των εκλογών που έχουν μπροστά τους Θα πρέπει να αναμένουμε έως τον Δεκέμβριο. Γενικά είμαστε σε μια φάση που ό,τι και να κάνουμε είναι δύσκολο, δεν μπορούμε να το επισπεύσουμε. Αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να κλείσουμε τη δεύτερη αξιολόγηση το συντομότερο δυνατό, πείθοντας για τη σοβαρότητά μας το ΔΝΤ και την ΕΕ. Η κυβέρνηση ευελπιστεί να κλείσει το θέμα τον Νοέμβριο».