Η ΕΕ επιταχύνει τις διαδικασίες χρηματοδότησης έργων στην Ελλάδα, καταργώντας σε μεγάλο βαθμό την απαιτούμενη εθνική συγχρηματοδότηση. Σχετική πρόταση της Κομισιόν εγκρίθηκε την Τρίτη με μεγάλη πλειοψηφία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το «γιατί» επισημαίνεται ήδη στην πρώτη πρόταση της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης: «Η Ελλάδα έχει πληγεί από τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης κατά τρόπο μοναδικό». Τρία βήματα περιλαμβάνει η παρέμβαση της Κομισιόν: Πρώτον, αύξηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης από τα κοινοτικά ταμεία κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες στην περίοδο 2014-2020. Δεύτερον, ανάληψη με αναδρομική ισχύ του ελάχιστου ποσοστού 5% εθνικής χρηματοδότησης για έργα που εκκρεμούσαν από το ΕΣΠΑ της περιόδου 2007-2013. Τρίτον, παροχή «τεχνικής υποστήριξης», ώστε η Αθήνα μαζί με τις Βρυξέλλες να παρακολουθούν την ορθή διάθεση των πόρων και υλοποίηση των έργων. Η ευρωβουλευτής της ΝΔ, Μαρία Σπυράκη, τονίζει στη Deutsche Welle: «Αυτό που θα πρέπει να πούμε καθαρά είναι ότι πρόκειται για μία εξαίρεση. Έγινε αποκλειστικά για την Ελλάδα και έγινε για να μπορέσει η Ελλάδα να πάρει τη χρηματοδότηση που της αναλογούσε από το προηγούμενο χρηματοδοτικό πλαίσιο 2007-2013 χωρίς να καταβάλει ούτε ένα ευρώ εθνικής συμμετοχής και να μπορέσει επίσης να προχωρήσει σε εμπροσθοβαρή εκταμίευση πόρων από το νέο χρηματοδοτικό πλαίσιο 2014-2020. Δεν έγινε εύκολα, ούτε αβίαστα…».
Δυσπιστία για το ελληνικό Δημόσιο
Πράγματι, όπως έχει επισημάνει η αρμόδια Επίτροπος Κορίνα Κρέτσου, η σχετική πρόταση της Κομισιόν είχε συναντήσει επιφυλάξεις σε μία μερίδα ευρωβουλευτών. Σε αυτούς περιλαμβάνεται η Ίνγκεμποργκ Γκρέσλε από το κόμμα των γερμανών χριστιανοδημοκρατών, η οποία έχει και βαρύνοντα λόγο στην υπόθεση, καθώς είναι επικεφαλής της επιτροπής ελέγχου του προϋπολογισμού στο Ευρωκοινοβούλιο. «Ανήκω κι εγώ σε εκείνους που εκφράζουν επιφυλάξεις» δηλώνει στη Deutsche Welle η Ίνγκεμποργκ Γκρέσλε και εξηγεί: «Στην Ελλάδα βλέπουμε ότι η έλλειψη χρημάτων δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Γιατί από κει και πέρα υπάρχουν σημαντικές δομικές ελλείψεις σε πολλά ζητήματα, για παράδειγμα στην ορθή υλοποίηση των απαλλοτριώσεων. Υπάρχουν ολόκληροι αυτοκινητόδρομοι που είναι σχεδόν έτοιμοι, αλλά λείπουν τα τελευταία τέσσερα χιλιόμετρα ή λείπουν οι οδοί πρόσβασης και αυτό γιατί δεν έχουν γίνει ακόμη οι απαραίτητες απαλλοτριώσεις. Εδώ δεν βοηθούν τα χρήματα». Οι ενστάσεις για την ορθή διαχείριση ή τη συνεπή ολοκλήρωση των έργων μπορεί τελικά να είναι πιο σημαντικές από την αναγκαιότητα για άμεση τόνωση της ανάπτυξης μέσω των έργων; Λίγες μέρες μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ομάδα ευρωβουλευτών είχε επισκεφθεί την Ελλάδα για να ελέγξει την πρόοδο των εργασιών σε μεγάλα έργα υποδομής που χρηματοδοτεί η ΕΕ και να διαμορφώσει ίδια άποψη. Και μετά από αυτήν την επίσκεψη η κ. Γκρέσλε φαίνεται ότι διατηρεί τις επιφυλάξεις της: «Είδαμε αυτοκινητόδρομους, σιδηροδρομικά έργα αναβάθμισης και ηλεκτροκίνησης, είδαμε τη διαδικασία ψηφιοποίησης εντύπων αρχείων στη δημόσια διοίκηση, το κτηματολόγιο και άλλα. Συναντήσαμε μάνατζερ έργων που φαίνεται ότι θέλουν να κάνουν δουλειά, θέλουν να πάνε τη χώρα μπροστά, αλλά από τη στιγμή που για όλα τα ποσά άνω των 50.000 ευρώ οι αποφάσεις λαμβάνονται στην Αθήνα, υπάρχει εμπλοκή. Όπως υπάρχει και απροθυμία στη λήψη αποφάσεων. Το αντιλαμβάνομαι, γιατί νομίζω ότι οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται εκεί όπου υλοποιούνται και τα έργα».
Αντίδοτο στη «μονόπλευρη πολιτική λιτότητας»;
Υπάρχουν και άλλες φωνές από τη Γερμανία- όπως η νεαρή ευρωβουλευτής των Πρασίνων Τέρυ Ράιντκε, η οποία, μιλώντας στην Ολομέλεια, επικροτεί την «ελληνική εξαίρεση», ασκώντας παράλληλα έμμεση κριτική στην Κομισιόν. «Η μονόπλευρη πολιτική λιτότητας των τελευταίων ετών απέτυχε. Οι σκληροί όροι, τους οποίους και η ευρωπαϊκή πλευρά επέβαλε, ήταν και αυτοί ένας λόγος για την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Φτάσαμε τώρα σε ένα σημείο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνειδητοποιεί ότι δεν φτάνουν μόνο τα ωραία λόγια, αλλά χρειάζονται και αντίστοιχα έργα» τονίζει η γερμανίδα ευρωβουλευτής. Από την πλευρά του ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα, θεωρώντας την «ελληνική εξαίρεση» ένα είδος οφειλής προς την Ελλάδα μετά από λανθασμένους χειρισμούς του παρελθόντος. «Είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση» λέει ο ίδιος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Deutsche Welle. «Κατά κάποιον τρόπο αναπληρώνει λάθη που έχουν γίνει απέναντι στην Ελλάδα, τόσο με τις καταστροφικές πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν, όσο όμως και με κάποιο είδος ρατσιστικών ή άλλων στερεοτύπων με τα οποία αντιμετωπίστηκαν όχι απλά οι ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά οι Έλληνες συνολικά στη διάρκεια της κρίσης… Πάντως δεν φτάνουν αυτά, χρειάζεται και η αναδιάρθρωση του χρέους, προκειμένου να ξαναξεκινήσει η ελληνική οικονομία». Η αλήθεια είναι ότι η ΕΕ δεν αυξάνει τη χρηματοδότησή της προς την Ελλάδα για λόγους τεχνοκρατικούς ή ως επιβράβευση για την έως τώρα υλοποίηση των έργων. Το κάνει για λόγους πολιτικούς, ώστε να δώσει μία αναπτυξιακή ώθηση σε μία Ελλάδα που φαίνεται να αποδέχεται την ανάγκη αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Το επεσήμανε διακριτικά ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις, λέγοντας ότι η πρόταση της ΕΕ πρέπει να τοποθετηθεί «στο πλαίσιο μίας ευρύτερης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που έχει αναλάβει η Ελλάδα». Το τονίζει συνεχώς και η ελληνίδα ευρωβουλευτής Μαρία Σπυράκη. Τι απαντά όμως η ίδια στους επικριτές; «Ότι η Ελλάδα χρειάζεται την ευκαιρία και ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να έχει τα μάτια του στραμμένα στην Ελλάδα, να παρακολουθεί την πορεία της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων και την πορεία των διαρθρωτικών αλλαγών. Σε κάθε περίπτωση όμως η Ελλάδα δεν αποτελεί μία εξαίρεση σε σχέση με άλλες χώρες, που χρησιμοποίησαν επίσης κοινοτικά κονδύλια για να κάνουν τώρα υποδομές που δεν χρησιμοποιούνται. Η Ελλάδα χρειάζεται την ευκαιρία, την πήρε την ευκαιρία σε πείσμα των ευρω-σκεπτικιστών και του κόμματος της κ. Λεπέν που σήμερα καταψήφισαν και θα προχωρήσει, ώστε να απορροφήσει και το τελευταίο ευρώ».