Η συμφωνία που υπεγράφη τον περασμένο Αύγουστο, με την έγκριση της πλειοψηφίας του ελληνικού κοινοβουλίου, είναι εξαιρετικά επαχθής, κυρίως γιατί διατηρεί τη λογική της υπερφορολόγησης του ιδιωτικού τομέα, με σκοπό τη συντήρηση ενός σπάταλου, αναποτελεσματικού κράτους.
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου*
Παρ’ όλα αυτά, έχει γίνει πλέον προφανές ότι η εφαρμογή της συμφωνίας και η επίτευξη των στόχων της αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση της ελληνικής οικονομίας εντός του ευρώ.
Όποια κυβέρνηση κι αν εκλεγεί στις 20 Σεπτεμβρίου θα κληθεί να την υλοποιήσει, προκειμένου να αποφευχθεί μια εθνική περιπέτεια.
Έτσι οι πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας – συμπεριλαμβανομένου βεβαίως του ΣΥΡΙΖΑ, που ως κυβέρνηση επέλεξε να τη διασφαλίσει – έχουν κάθε συμφέρον, αλλά και καθήκον, να συνεργαστούν με τρεις βασικούς στόχους.
Ο πρώτος αφορά την οριστική απομάκρυνση του κινδύνου εξόδου από το ευρώ. Παρά την εξομάλυνση που επήλθε με τη συμφωνία του Αυγούστου, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη και οι κύκλοι που επιδιώκουν να δουν την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης δεν έχουν καταθέσει τα όπλα.
Ο δεύτερος, εξίσου σημαντικός στόχος, αφορά την εξεύρεση εναλλακτικών μέτρων με ισοδύναμο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, προκειμένου να περιοριστούν τα φορολογικά μέτρα σε βάρος του ιδιωτικού τομέα και να αποτραπεί η εκ νέου βύθιση της ελληνικής οικονομίας σε ύφεση.
Ο τρίτος στόχος είναι να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν απρόσκοπτα μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, που είναι αναγκαίες για την ανάκαμψη και κυρίως τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Η διακομματική συναίνεση και συνεργασία, κάτω από τον κοινό εθνικό στόχο της παραμονής και της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας εντός του ευρώ, αποτελεί την πρόκληση της επόμενης ημέρας των εκλογών.
* Ο Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος