Ο ΟΟΣΑ προειδοποίησε σήμερα για την «αρνητική επίδραση που έχει στην οικονομία» το σημερινό υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη, ενώ συνεχίζεται η συζήτηση για το επίπεδο του δημόσιου χρέους της Ελλάδας που χαρακτηρίζεται μη βιώσιμο.
«Σε μεγάλο βαθμό λόγω της άτονης ανάπτυξης, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε πολύ στη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης και έφθασε κατά μέσο όρο στο 111% του ΑΕΠ στο σύνολο του ΟΟΣΑ το 2013: πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», δήλωσε η Κατρίν Μαν, επικεφαλής οικονομολόγος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, παρουσιάζοντας μια έκθεση με την ευκαιρία των Οικονομικών Συναντήσεων της Αιξ-αν-Προβάνς (νότια Γαλλία).
«Οι εργασίες μας δείχνουν πως τέτοια επίπεδα χρέους έχουν αρνητική επίδραση στην οικονομία», διευκρίνισε και κάλεσε τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν «συνετούς μεσοπρόθεσμα στόχους για το χρέος».
Ο ΟΟΣΑ, στον οποίο μετέχουν 34 ανεπτυγμένες χώρες, όρισε τα επίπεδα του δημόσιου χρέους πέραν των οποίων τα κράτη βρίσκονται σε «ζώνη κινδύνου» και διατύπωσε την εκτίμηση ότι η ευρωζώνη πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική.
«Για τις προηγμένες χώρες του ΟΟΣΑ, το όριο του χρέους (πέραν του οποίου εμφανίζονται αρνητικές συνέπειες για την οικονομία) κυμαίνεται ανάμεσα στο 70% και το 90% του ΑΕΠ», ενώ γι’ αυτές που ανήκουν στην ευρωζώνη, κατεβαίνει ανάμεσα «στο 50% και το 70% του ΑΕΠ», σύμφωνα με τον Οργανισμό.
Οι χώρες μέλη της νομισματικής ένωσης οφείλουν να είναι πιο προσεκτικές εξαιτίας «της απουσίας νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, του όρου που απαγορεύει στα κράτη να χρηματοδοτούν το ένα το άλλο, της απουσίας αμοιβαιοποίησης του χρέους, μιας μεγαλύτερης εξάρτησης από τις ξένες χρηματοδοτήσεις και των δυσκολιών να αντιδράσουν στα σοκ».
Οι ευρωπαϊκές συνθήκες απαγορεύουν θεωρητικά επίπεδα χρέους άνω του 60% του ΑΕΠ, αλλά αυτό το κριτήριο πολύ λίγο γίνεται σεβαστό.
Για τις αναδυόμενες χώρες, οι οποίες είναι ευάλωτες στις ξαφνικές κινήσεις κεφαλαίων, το επίπεδο είναι ακόμη πιο χαμηλό, «ανάμεσα στο 30% και το 50% του ΑΕΠ», σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.