Περαιτέρω υποχώρηση σημειώνει τον Απρίλιο ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα και διαμορφώνεται στις 74,2 μονάδες (από 78,4 μονάδες), σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Η νέα πτώση εκπορεύεται από την επιδείνωση του κλίματος κυρίως στη Βιομηχανία και το Λιανικό Εμπόριο ενώ και στην πλευρά της ζήτησης σημειώνεται πτώση στην καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος ουσιαστικά βρίσκεται στα περσινά επίπεδα, γεγονός που υποδηλώνει ότι ένα χρόνο μετά την προσφυγή στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, οι προσδοκίες επιχειρήσεων και καταναλωτών δεν έχουν βελτιωθεί. Δεν έχουν διαμορφωθεί δηλαδή συνθήκες σταθεροποίησης της οικονομίας, καθώς η αβεβαιότητα για πλήθος παραμέτρων της οικονομικής πολιτικής εμμένει. Διστακτικότητα και αδράνεια χαρακτηρίζει το οικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα αφενός οι επιχειρηματικές προσδοκίες να είναι φτωχές, αφετέρου οι περισσότεροι καταναλωτές να δυσπιστούν απέναντι στη δυνατότητα ανάκαμψης της οικονομίας.
Αναλυτικότερα:
– στη Βιομηχανία, οι προβλέψεις της παραγωγής περιορίζονται, με το σχετικό δείκτη να είναι πλέον αρνητικός, ενώ έντονη είναι η πτώση που καταγράφεται και στις ήδη πολύ αρνητικές εκτιμήσεις για το τρέχον επίπεδο της ζήτησης και των παραγγελιών. Τέλος, οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα αυξάνονται, υποδηλώνοντας διόγκωση.
– στις Υπηρεσίες, οι αρνητικές εκτιμήσεις για το τρέχον επίπεδο εργασιών περιορίζονται τον Απρίλιο, ενώ οι αντίστοιχες για την τρέχουσα πορεία της ζήτησης επιδεινώνονται οριακά, με τις προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη πορεία της να παραμένουν αμετάβλητες.
– στο Λιανικό Εμπόριο, σημαντική πτώση καταγράφουν οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις, η οποία είναι ακόμη βαθύτερη στις προβλέψεις για την εξέλιξη των πωλήσεων το επόμενο τρίμηνο. Τέλος, οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα κινούνται προς τα πάνω, υποδηλώνοντας χαμηλότερη ρευστοποίηση.
– στις Κατασκευές, οι εκτιμήσεις για το επίπεδο προγράμματος εργασιών των επιχειρήσεων βελτιώνονται για δεύτερο μήνα, εξέλιξη που όμως αντισταθμίζεται από την πτώση στις προβλέψεις για την απασχόληση του τομέα, οι οποίες καταγράφουν τον Απρίλιο ιστορικά χαμηλό ρεκόρ.
– στην Καταναλωτική Εμπιστοσύνη, όλοι οι επιμέρους δείκτες καταγράφουν επιδείνωση: οι αρνητικές προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση περιορίζονται κατά 3 μονάδες, ενώ εντονότερη είναι η πτώση στις προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας και στην πρόθεση για αποταμίευση στο επόμενο 12-μηνο. Τέλος, οι ήδη έντονα δυσμενείς προβλέψεις για την ανεργία στο επόμενο 12-μηνο κινούνται οριακά ανοδικά, με το φόβο της ανεργίας να διατηρείται έντονος στους περισσότερους καταναλωτές.
Τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Ευρωζώνη ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε τον Απρίλιο κατά 2,3 και 1,1 μονάδες, φθάνοντας στις 105,1 και 106,2 μονάδες αντίστοιχα. Παρά την επιδείνωση, οι δύο δείκτες παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα από το μακροχρόνιο μέσο όρο τους. Η επιδείνωση του κλίματος τόσο στην ΕΕ, όσο και την Ευρωζώνη εκπορεύεται από πτώση των προσδοκιών σε όλους τους τομείς, εκτός των Κατασκευών, όπου κυρίως λόγω των ευνοϊκότερων καιρικών συνθηκών του Απριλίου, η δραστηριότητα ενισχύθηκε. Η αρνητική εξέλιξη του δείκτη κλίματος τροφοδοτείται σημαντικά από τη μεγάλη πτώση των προσδοκιών στο Ην. Βασίλειο στους τομείς των Υπηρεσιών και του Λιανικού Εμπορίου.
Στη Βιομηχανία, σημειώνεται υποχώρηση του δείκτη κλίματος και στις δύο ζώνες, κατά 1,4 και 0,9 μονάδες αντίστοιχα σε ΕΕ και Ευρωζώνη, όμως οι σχετικοί δείκτες παραμένουν υψηλότερα του μακροχρόνιου μέσου όρου τους. Ο δείκτης κλίματος στις Υπηρεσίες περιορίζεται σημαντικά στην ΕΕ (-3 μονάδες) και οριακά στην Ευρωζώνη (-0,4 μονάδες), εξέλιξη ανάλογη με εκείνη στο Λιανικό Εμπόριο, όπου οι σχετικοί δείκτες περιορίζονται αμφότεροι, με την υποχώρηση στην ΕΕ να είναι πολύ εντονότερη (-4,1 μονάδες) σε σχέση με την αντίστοιχη στην Ευρωζώνη (-0,4 μονάδες).
Στις Κατασκευές, σημειώθηκε μικρή βελτίωση του κλίματος κατά 1,3 και 1,2 μονάδες αντίστοιχα σε ΕΕ και Ευρωζώνη. Τέλος, η Καταναλωτική Εμπιστοσύνη επιδεινώνεται εκ νέου και στις δύο ζώνες, κατά -1,1 και -1 μονάδες σε ΕΕ και Ευρωζώνη αντίστοιχα, αντανακλώντας τις μειωμένες προσδοκίες των καταναλωτών κυρίως ως προς τη γενική οικονομική κατάσταση, με το φόβο της ανεργίας όμως να έχει ελαφρώς εξομαλυνθεί.