Μικρή υστέρηση σε σχέση με το 2023, παρουσίασε η αξία των επενδύσεων στα εμπορικά ακίνητα την χρονιά που πέρασε. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί έφτασε τα 1,96 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μια μικρή μείωση κατά 2,5% σε σχέση με το 2023, όπου η αξία ήταν 2,02 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με ανάλυση της εταιρείας παροχής υπηρεσιών ακινήτων Proprius, ο τομέας της φιλοξενίας κατέχει πλέον ηγετική θέση, καταγράφοντας εντυπωσιακή αύξηση 100% σε ετήσια βάση, ενισχύοντας έτσι τη θέση του ως ο πιο ελκυστικός επενδυτικός κλάδος. Παράλληλα, ο τομέας των συναλλαγών γης κατέγραψε σημαντική αύξηση, ενισχυμένος από την εξαγορά ακινήτου ύψους 120 εκατ. ευρώ στο Ελληνικό, η οποία συνιστά μία από τις πιο αξιοσημείωτες κινήσεις του 2024.

Επισημαίνεται ότι, παρά τη φαινομενική μείωση των επενδύσεων σε άλλους τομείς, η πραγματική αιτία αυτής της πτώσης εντοπίζεται στην κατανομή δύο προ συμβατικών συμφωνιών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2023. Αυτές περιλάμβαναν την πώληση του έργου “Skyline” και του κτηρίου “PWC”, ενώ τα οριστικά συμβόλαια υπογράφηκαν το 2024. Επιπλέον, οι ΑΕΕΑΠ επενδύουν τώρα σε γη για την ανάπτυξη νέων έργων, ωστόσο το κόστος ανάπτυξης αυτών των έργων δεν
αποτυπώνεται στις συναλλαγές.

Το 2024 αποτέλεσε μια χρονιά μεταβάσεων, προσαρμογής και ανθεκτικότητας για τις αγορές εμπορικών ακινήτων, καθώς οι επενδυτές αντιμετώπισαν τις νέες συνθήκες της αγοράς, οι οποίες επηρεάστηκαν από μια σειρά εξωτερικών παραμέτρων. Ενώ το μακροοικονομικό περιβάλλον παρέμεινε ευνοϊκό, οι προκλήσεις από την αύξηση των επιτοκίων, τις πληθωριστικές πιέσεις και τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις επηρέασαν τις επενδυτικές αποφάσεις. Στον τομέα των γραφείων, οι επενδυτές παρέμειναν επιφυλακτικοί και παρακολούθησαν στενά τη δυναμική της ζήτησης, καθώς και την επίδραση της ευέλικτης εργασίας στις ανάγκες των χρηστών, αναβάλλοντας έτσι τις άμεσες επενδυτικές τους αποφάσεις. Ταυτόχρονα, σημειώθηκε μετατόπιση των επενδυτικών κεφαλαίων σε άλλους τομείς, όπως ο τομέας της φιλοξενίας και της κατοικίας, οι οποίοι παρουσίασαν καλύτερη απόδοση.

Οι εγχώριοι επενδυτές κυριάρχησαν στην αγορά το 2024, καταλαμβάνοντας τη μεγαλύτερη μερίδα των συναλλαγών, οι οποίες αφορούσαν κυρίως εξαγορές ακινήτων για ιδία χρήση ή ειδικούς σκοπούς. Οι ΑΕΕΑΠ, από την άλλη, διατήρησαν μια στάση αναμονής, καθώς οι διεθνείς επενδύσεις περιορίστηκαν σημαντικά, εκτός από τον τομέα της φιλοξενίας, όπου καταγράφηκε έντονο ενδιαφέρον.

Για το 2025, οι προοπτικές είναι αισιόδοξες, με τις προσδοκίες να επικεντρώνονται στη βελτίωση των συνθηκών δανεισμού και στην επίλυση γεωπολιτικών συγκρούσεων, γεγονός που αναμένεται να τονώσει τις επενδύσεις στα εμπορικά ακίνητα. Η θετική πορεία της αγοράς, που καταγράφηκε το 2024 σε περιοχές όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, καθώς και η μεγαλύτερη διαφάνεια που υπάρχει πλέον
σχετικά με τις ανάγκες των χρηστών, αναμένεται να επιταχύνει τη λήψη των επενδυτικών αποφάσεων και να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στην αγορά. Σε συνδυασμό με τις θετικές μακροοικονομικές προοπτικές, την ενίσχυση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και τη χαλάρωση των επιτοκίων, τίθενται γερά θεμέλια για το 2025, με αναμενόμενη διαφοροποίηση στη δραστηριότητα ανά τομέα,
προσαρμοσμένη στις μεταβαλλόμενες τάσεις της αγοράς και της τεχνολογίας.

Το χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου αναμένεται να ενθαρρύνει τις εξαγορές ακινήτων
μεγάλης κλίμακας, ενώ η βιωσιμότητα παραμένει ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο συνεχίζει να επηρεάζει τις αποφάσεις επενδυτών, χρηστών και αναπτυξιακών εταιρειών. Ωστόσο, παρά τις θετικές προοπτικές, η αγορά των εμπορικών ακινήτων παραμένει αντιμέτωπη με προκλήσεις το 2025.

Παγκόσμια γεγονότα, η αυξανόμενη ένταση των φυσικών καταστροφών, η αβεβαιότητα των επιτοκίων και οι γεωπολιτικές προκλήσεις συνεχίζουν να εγείρουν αβεβαιότητες και να επηρεάζουν την πορεία των επενδύσεων στον τομέα των εμπορικών ακινήτων.