Εργαλεία για την αύξηση της προσφοράς κατοικίας αναζητά η κυβέρνηση, μεταξύ των οποίων και η ενίσχυση των πλειστηριασμών για ακίνητα που κατέχουν οι τράπεζες. Ωστόσο, ενώ αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποδώσει κάποια αποτελέσματα, ενέχει τον κίνδυνο σοβαρών κοινωνικών αντιδράσεων.
Η κοινωνία αντιτίθεται στη διαδικασία των πλειστηριασμών, θεωρώντας ότι πρόκειται για μια αντιδημοφιλή πρακτική που ενδεχομένως θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει. Από την άλλη, οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι, εφόσον τα ακίνητα αυτά βρίσκονται ήδη στην κατοχή τους, η πώλησή τους σε ιδιώτες ή η παραμονή τους στα χαρτοφυλάκιά τους έχει ελάχιστη διαφορά. Σήμερα, τα ακίνητα αυτής της κατηγορίας εκτιμώνται σε περίπου 50.000.
Παράγοντες της αγοράς διευκρινίζουν ότι η συζήτηση αφορά αποκλειστικά ακίνητα που έχουν ήδη απομακρυνθεί από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες και βρίσκονται πλέον υπό την ιδιοκτησία τραπεζών ή funds. Όσον αφορά ακίνητα που ανήκουν ακόμη σε υπερχρεωμένους ιδιοκτήτες, τονίζουν ότι δεν υπάρχει πρόθεση από τις τράπεζες ή τα funds να τα αποκτήσουν, εκτός εάν οι δανειολήπτες αποτύχουν να βρουν λύση μέσω των διαθέσιμων εργαλείων.
Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος παραμένει η ενίσχυση της προσφοράς ακινήτων, δεδομένης της επιτακτικής ανάγκης που δημιουργεί το στεγαστικό πρόβλημα, το οποίο είναι κρίσιμο όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Το ζήτημα αυτό βρίσκεται υψηλά στην ατζέντα, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι δανειστές, στην μεταμνημονιακή εποχή, πιέζουν ώστε τα ώριμα ακίνητα να διατεθούν στην αγορά μέσω πλειστηριασμών. Έμφαση δίνεται στα ακίνητα που αποτελούν εμπράγματες εξασφαλίσεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ένα ζήτημα κεντρικό για τους θεσμούς στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας.
Σύμφωνα με τη φθινοπωρινή Έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας, που δημοσιεύθηκε στις 26 Νοεμβρίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι προγραμματισμένοι πλειστηριασμοί αυξήθηκαν κατά 7% το εξάμηνο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2024 σε σχέση με το προηγούμενο, ενώ το ποσοστό αναστολών μειώθηκε από 50% στο 25,6%. Ωστόσο, το 75% των πλειστηριασμών παραμένει άγονο, ενώ μόλις το 50% των επιτυχών πλειστηριασμών καταλήγει σε τρίτους αγοραστές. Η μεγάλη καθυστέρηση στη δικαστική επίλυση διαφορών και οι καθυστερήσεις στις εγγραφές στο Κτηματολόγιο δυσχεραίνουν περαιτέρω τη διαδικασία.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, το 2023 πραγματοποιήθηκαν 7.291 πλειστηριασμοί, σημειώνοντας αύξηση 26,6% σε σχέση με το 2022 (5.760). Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί το 2024, με εκτιμώμενο αριθμό 8.500 πλειστηριασμών. Παρόλα αυτά, οι αριθμοί απέχουν σημαντικά από τα επίπεδα προ κρίσης, όταν ετησίως διενεργούνταν έως και 50.000 πλειστηριασμοί.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα ακίνητα από πλειστηριασμούς θεωρούνται μια πιθανή λύση για την παροχή προσιτής στέγασης σε οικονομικά ευάλωτες ομάδες. Παράλληλα, η κυβέρνηση προχωρά στη δημιουργία του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων, ο οποίος θα ξεκινήσει να λειτουργεί το πρώτο εξάμηνο του 2025. Ο Φορέας θα μπορεί να αγοράζει ακίνητα από πλειστηριασμούς και να τα επαναμισθώνει στους πρώην ιδιοκτήτες, επιτρέποντάς τους να παραμείνουν στις κατοικίες τους.
Η έλλειψη προσφοράς ακινήτων φάνηκε και στο πρόγραμμα «Σπίτι μου», το οποίο, παρά τη μεγάλη ζήτηση και τις υψηλές εγκρίσεις δανείων, δεν κατάφερε να αξιοποιήσει πλήρως τον προϋπολογισμό του, καθώς πολλοί ενδιαφερόμενοι δεν βρήκαν διαθέσιμα ακίνητα. Αντίστοιχες δυσκολίες προβλέπονται και για το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», που θα ξεκινήσει στις αρχές του 2025 με ευνοϊκότερους όρους.
Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, το έλλειμμα στην προσφορά ακινήτων υπολογίζεται σε 212.000 κατοικίες, συμβάλλοντας στην αύξηση των τιμών κατά 14%, πολύ πάνω από την αύξηση των εισοδημάτων. Η ενίσχυση της προσφοράς είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστεί το στεγαστικό ζήτημα και να μειωθεί η πίεση στην αγορά ακινήτων, όπου οι τιμές παραμένουν υψηλές.