Μία ανάσα από τα 50 δισ. ευρώ φτάνουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τον ΕΦΚΑ, στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2024, κάτι που προκαλεί έντονη κλιμάκωση των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, όπως κατασχέσεις καταθέσεων και ακινήτων, για εκατομμύρια οφειλέτες του ΕΦΚΑ. Σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, η αύξηση είναι της τάξεως του 1,7 δισ. ευρώ.

Πάντως, η εξέλιξη αυτή, όπως είναι φυσικό, προκαλεί έντονες ανησυχίες και αυτό διότι, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της Πολιτείας για την ενίσχυση της είσπραξης των οφειλών, η κατάσταση συνεχίζει να επιδεινώνεται, με την αύξηση του χρέους να εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των μέτρων και των ρυθμίσεων που ισχύουν.

Όπως προκύπτει από τη νέα έκθεση του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (Κ.Ε.Α.Ο.), το συνολικό χρέος των οφειλετών στις 30 Σεπτεμβρίου 2024 ανήλθε σε 48,84 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό καταγράφει μια αύξηση της τάξης των 265,87 εκατ. ευρώ σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και 1,67 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2023. Αυτή η συνεχιζόμενη αύξηση των οφειλών εντείνει την πίεση για αυστηρότερα μέτρα, ενώ παράλληλα εγείρει ανησυχίες σχετικά με την αδυναμία είσπραξης των οφειλών και τις συνέπειες που έχει αυτό για την οικονομία και τα δημόσια οικονομικά.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας είσπραξης των χρεών, το Κ.Ε.Α.Ο. έχει προχωρήσει στην εφαρμογή νέων τρόπων πληρωμών, ωστόσο η εισπραξιμότητα παραμένει περιορισμένη. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024 οι ενεργές και ολοκληρωμένες ρυθμίσεις έφτασαν το συνολικό αριθμό των 1.033.514, με το συνολικό ποσό των ρυθμισμένων οφειλών να ανέρχεται σε 8,12 δισ. ευρώ. Στη διάρκεια του τρίτου τριμήνου του 2024, οι συνολικές εισπράξεις του Κ.Ε.Α.Ο. ανήλθαν σε 515 εκατ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό ποσό των εισπράξεων από την έναρξη της λειτουργίας του Κ.Ε.Α.Ο. στα 12,69 δισ. ευρώ. Παρά τη σημαντική πρόοδο στις εισπράξεις, οι οφειλές συνεχίζουν να αυξάνονται, και οι διαφορές μεταξύ των ρυθμισμένων ποσών και των υπόλοιπων χρεών καταδεικνύουν τις δυσκολίες στην αποτελεσματική διαχείριση των οφειλών.

Εντός του τρίτου τριμήνου του 2024, το Κ.Ε.Α.Ο. ενέταξε 40.907 νέους οφειλέτες, οι οποίοι έχουν συνολικές οφειλές ύψους 27,13 εκατ. ευρώ. Η ανάλυση των στοιχείων για τις οφειλές δείχνει ότι υπάρχει συγκέντρωση οφειλετών σε χαμηλότερες κλίμακες οφειλών. Ειδικότερα, το 74,10% των οφειλετών (1.620.479 άτομα) οφείλουν έως 15.000 ευρώ ο καθένας, ενώ το 88,31% των οφειλετών (1.931.117 άτομα) έχουν χρέη έως 30.000 ευρώ. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει τη μεγάλη διάσταση του προβλήματος της υπερχρέωσης σε χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με τους μικρότερους οφειλέτες να αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη κατηγορία οφειλετών.

Παράλληλα, ένα σημαντικό μέρος του συνολικού χρέους αφορά 96.183 οφειλέτες που έχουν οφειλές μεταξύ 50.000 και 100.000 ευρώ, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών συγκεντρώνεται σε λίγους μεγαλο-οφειλέτες. Συγκεκριμένα, 2.744 οφειλέτες με χρέη άνω του 1 εκατ. ευρώ κατέχουν το 23,86% του συνολικού υπολοίπου οφειλών. Η συγκέντρωση των οφειλών σε λίγους μεγαλο-οφειλέτες υπογραμμίζει τη διαστρωμάτωση του προβλήματος των χρεών και τις δυσκολίες στην επίτευξη δίκαιης και αποδοτικής είσπραξης των οφειλών.

Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024, οι συνολικές ενεργές ρυθμίσεις ανήλθαν σε 321.396 για οφειλές ύψους 4,65 δισ. ευρώ, ενώ οι ολοκληρωμένες ρυθμίσεις ανήλθαν σε 712.118 για οφειλές συνολικού ύψους 3,47 δισ. ευρώ. Αν και οι ρυθμίσεις προσφέρουν μία κάποια διευκόλυνση στους οφειλέτες, η συνεχιζόμενη αύξηση των οφειλών και η περιορισμένη εισπραξιμότητα θέτουν σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του υπάρχοντος συστήματος. Η παρακολούθηση της πορείας των ρυθμίσεων και η ενίσχυση των μέτρων για την αύξηση της εισπραξιμότητας είναι επιτακτική, προκειμένου να περιοριστεί το χρέος και να βελτιωθεί η κατάσταση στον ΕΦΚΑ.

Η ανάγκη για ενίσχυση της διαχείρισης των οφειλών είναι προφανής, και οι αρμόδιοι φορείς καλούνται να εξετάσουν τις στρατηγικές που θα επιτρέψουν την καλύτερη εφαρμογή των μέτρων και την αποτελεσματική είσπραξη των οφειλών, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και να αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο βάρος των ληξιπρόθεσμων χρεών.