Μόνο ανέφελη και χωρίς προβλήματα δεν είναι η πορεία των εργαζομένων προς τη συνταξιοδότηση, καθώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους συχνά βάζει εμπόδια στην καταβολή των οικονομικών δικαιωμάτων εργαζομένων του δημόσιου τομέα που φθάνουν στη συνταξιοδότηση.

Χιλιάδες υπάλληλοι του δημοσίου, οι οποίοι εργάζονται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζουν σοβαρές καθυστερήσεις ή ακόμα και άρνηση καταβολής της αποζημίωσης αποχώρησης κατά τη συνταξιοδότησή τους. Το Γενικό Λογιστήριο προβάλλει ως αιτιολογία ότι οι εν λόγω υπάλληλοι λαμβάνουν εφάπαξ βοήθημα από ταμεία πρόνοιας, κάτι που θεωρείται ότι αποκλείει τη δυνατότητα λήψης αποζημίωσης αποχώρησης από τους φορείς του δημοσίου τομέα.

Αυτό το επιχείρημα, ωστόσο, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο αναγνωρίζει σαφώς το δικαίωμα των εργαζομένων σε αυτή την αποζημίωση, ανεξαρτήτως των εφάπαξ βοηθημάτων που λαμβάνουν. Η κατάσταση αυτή προκαλεί σοβαρές καθυστερήσεις και προβλήματα, αφού οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να προσφεύγουν στα δικαστήρια για να διεκδικήσουν το αυτονόητο, κάτι που θα μπορούσε να επιλυθεί χωρίς τη χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία της δικαστικής διεκδίκησης.

Αυτή η πρακτική αφορά κυρίως εργαζόμενους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο, όπως μηχανικούς, γιατρούς και άλλες ειδικότητες, οι οποίοι είτε προσλήφθηκαν εξαρχής στον δημόσιο τομέα είτε μετατάχθηκαν κατά τη διάρκεια της καριέρας τους σε δημόσιους φορείς. Οι εργαζόμενοι αυτοί δικαιούνται αποζημίωση αποχώρησης που μπορεί να φτάσει έως και τα 15.000 ευρώ, ανάλογα με τον χρόνο υπηρεσίας τους, βάσει του άρθρου 55 του Π.Δ. 410/1988. Η αποζημίωση αυτή, η οποία εξαρτάται από τον χρόνο υπηρεσίας που δεν καλύπτεται από κάποιο ταμείο πρόνοιας, αποτελεί νόμιμο δικαίωμα και δεν μπορεί να παρακαμφθεί.

Παρά τις δικαστικές αποφάσεις και τις γνωμοδοτήσεις, το Γενικό Λογιστήριο συνεχίζει να αρνείται την εφαρμογή του νόμου, προκαλώντας σοβαρές καθυστερήσεις στην καταβολή των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Εφορία

Ενδεικτικό της γενικότερης κατάστασης είναι και το παράδειγμα των υπαλλήλων του Υπουργείου Τουρισμού με ειδικότητα μηχανικού. Παρά το γεγονός ότι οι υπάλληλοι αυτοί είναι ασφαλισμένοι στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., το Β’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε υπέρ της καταβολής αποζημίωσης αποχώρησης για αυτούς, στηριζόμενο στο άρθρο 55 του Π.Δ. 410/1988, αφού θεωρεί ότι οι υπάλληλοι αυτοί δικαιούνται και την αποζημίωση αυτή, ανεξάρτητα από άλλες ασφαλιστικές καλύψεις. Ωστόσο, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αγνοεί αυτή τη γνωμοδότηση και εξακολουθεί να αρνείται την καταβολή της αποζημίωσης, δημιουργώντας μια αδικία που δεν έχει νομική ή ηθική βάση.

Χιλιάδες εργαζόμενοι διεκδικούν τα δικαιώματά τους

Αυτή η κατάσταση αναγκάζει χιλιάδες εργαζόμενους του δημοσίου να καταφεύγουν σε δικαστικές διαδικασίες για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, γεγονός που προκαλεί σοβαρά προβλήματα τόσο στους υπαλλήλους όσο και στην πολιτεία. Οι διαδικασίες αυτές είναι χρονοβόρες, δαπανηρές και προκαλούν μεγάλη ψυχολογική και οικονομική καταπόνηση στους εργαζομένους. Η καθυστέρηση στην καταβολή των αποζημιώσεων πλήττει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων προς το κράτος και ενισχύει το αίσθημα αδικίας.

Η συνέχιση αυτής της πρακτικής όχι μόνο δημιουργεί αβεβαιότητα και απογοήτευση στους εργαζομένους, αλλά υπονομεύει και την αξιοπιστία του δημόσιου τομέα. Η κυβέρνηση οφείλει να εφαρμόσει τις γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου και να διασφαλίσει την πλήρη και άμεση καταβολή των οικονομικών δικαιωμάτων στους συνταξιοδοτούμενους εργαζομένους, ενισχύοντας έτσι την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και πολιτείας.