Ο αριθμός των συνταξιούχων που επιστρέφουν στην εργασία ξεπερνά κάθε πρόβλεψη, μετά από την πρόσφατη ρύθμιση του υπουργείου Εργασίας, σύμφωνα με την οποία αντικαθίσταται η περικοπή του 30% της σύνταξης που λαμβάνουν με πόρο 10% επί του μισθού υπέρ του e-ΕΦΚΑ.
Έτσι, ο αριθμός των συνταξιούχων που εργάζονται και δηλώνουν την εργασία τους στον e-ΕΦΚΑ ανήλθε στους 182.000 τον Ιούλιο, ενώ έναν χρόνο πριν ήταν μόλις 36.000, δηλαδή σχεδόν πενταπλασιάστηκαν. Μάλιστα, μετριοπαθείς εκτιμήσεις αναφέρουν ότι μέχρι το τέλος του 2024 ο αριθμός των συνταξιούχων θα υπερβεί τις 200.000.
Αν και προς το παρόν οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι αντιπροσωπεύουν μόλις το 7,3% του συνόλου, η τάση παραμένει σταθερά ανοδική και οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η ισορροπία θα βρεθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά. Σημειώνεται ότι ο συνολικός αριθμός των συνταξιούχων ανέρχεται σε 2.486.565 άτομα.
Εάν ληφθεί υπόψη ότι το 27% των συνταξιούχων, δηλαδή περίπου 680.000 άτομα, είναι άνω των 81 ετών και δύσκολα μπορούν να εργαστούν, το ποσοστό των εργαζόμενων συνταξιούχων κάτω των 80 ετών φτάνει το 10%. Ειδικά μεταξύ εκείνων που λαμβάνουν συντάξεις γήρατος (λιγότεροι από 1,9 εκατ. άτομα), τα ποσοστά εργαζόμενων συνταξιούχων ενδέχεται να είναι ακόμη υψηλότερα.
Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή είναι μια παγκόσμια τάση, η οποία θα συνεχίσει για όσο διάστημα, οι συντάξεις δεν επαρκούν για τα βασικά και τα όρια συνταξιοδότησης αυξάνονται. Συνεπώς, όλα συνηγορούν στην παραδοχή ότι η εργασία εφ’ όρου ζωής, ακόμη και για τους ηλικιωμένους, γίνεται αναγκαία. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ αποκαλεί το φαινόμενο «απο-συνταξιοδότηση» (unretirement) και το συνδέει με τη γήρανση του πληθυσμού, ειδικά στις ανεπτυγμένες χώρες.
Η εργασία μετά τη σύνταξη εντάσσεται στην πολιτική της ΕΕ για την «ενεργό γήρανση», η οποία παρουσιάστηκε το 2012 από τον τότε Επίτροπο της ΕΕ για την Απασχόληση, Lazlo Andor. Παρόλο που παρουσιάστηκε ως φιλολαϊκό μέτρο, η σημερινή πραγματικότητα δείχνει ότι η εργασία μετά τη σύνταξη είναι περισσότερο ανάγκη παρά επιλογή για πολλούς συνταξιούχους.
Στην Ελλάδα, οι συντάξεις παραμένουν χαμηλές, με το 60% των συνταξιούχων να λαμβάνει κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά και η μέση σύνταξη να φτάνει τα 820 ευρώ μεικτά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, σχεδόν το 38,5% των συνταξιούχων λαμβάνει λιγότερα από 660 ευρώ καθαρά, με περίπου 496.392 άτομα να λαμβάνουν κάτω από 470 ευρώ.
Η νέα διάταξη που αντικαθιστά την περικοπή της σύνταξης με πόρο υπέρ του ταμείου εντάσσεται στην πολιτική ενεργού γήρανσης και θεωρείται ευνοϊκή για τους συνταξιούχους. Παρέχει τη δυνατότητα αύξησης του εισοδήματός τους, της μελλοντικής σύνταξής τους και καταπολεμά την αδήλωτη εργασία των μεγαλύτερων ηλικιών. Ωστόσο, για την πλειονότητα των εργαζόμενων συνταξιούχων, η υπερφορολόγηση εξακολουθεί να μειώνει σημαντικά τα συμπληρωματικά εισοδήματα.
Σε μια χώρα με υψηλή ανεργία στους νέους (21,8% το 2023, σύμφωνα με τη Eurostat), η παράταση του εργάσιμου βίου για τους μεγαλύτερους φαίνεται οξύμωρη, καθώς ενθαρρύνεται η φθηνή εργασία ανεξαρτήτως ηλικίας, αντί να δημιουργούνται ποιοτικές θέσεις απασχόλησης για τους νέους.
Στην Ευρώπη, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης είναι τα 64 έτη, όμως αυξάνεται ο αριθμός όσων συνεχίζουν να εργάζονται μετά τα 65. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2019 υπήρχαν περίπου 5,1 εκατομμύρια εργαζόμενοι άνω των 65 ετών στην Ευρώπη, δηλαδή το 2,5% της εργατικής δύναμης. Τα υψηλότερα ποσοστά εργαζομένων άνω των 65 ετών καταγράφονται στη Βρετανία (3,8%) και τα χαμηλότερα στην Ισπανία (1,3%). Στην Ιαπωνία και την Κορέα, τα ποσοστά αυτά είναι ιδιαίτερα υψηλά (13,6% και 13%, αντίστοιχα), ενώ στις ΗΠΑ ανέρχονται στο 6,6%.