Από την 1η Σεπτεμβρίου, η ζωή των φορολογουμένων γίνεται ταυτόχρονα πιο εύκολη, αλλά και πιο δύσκολη. Και πώς γίνεται αυτό το παράδοξο; Η ΑΑΔΕ θα έχει πλέον διασύνδεση με τους δήμους και τις περιφέρειες και θα μπορεί να εκδίδει φορολογική ενημερότητα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα για εκείνους που έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους. Ωστόσο, θα μπορεί επίσης να μπλοκάρει την έκδοση φορολογικής ενημερότητας, αν κάποιος έχει αμελήσει να πληρώσει μια κλήση της τροχαίας για παράνομο παρκάρισμα ή κάποια άλλη παράβαση.
Η φορολογική διοίκηση θα ενημερώνεται άμεσα και ηλεκτρονικά στην περίπτωση που οι αιτούντες τη χορήγηση έχουν χρέη προς τους δήμους, όπως απλήρωτα δημοτικά τέλη ή κλήσεις της δημοτικής αστυνομίας.
Σε περίπτωση που ένας δήμος ή μια περιφέρεια ενημερώσει την ΑΑΔΕ ότι υφίστανται χρέη, δεν θα μπορεί να εκδοθεί το πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας. Ταυτόχρονα, οι φορολογούμενοι θα λαμβάνουν ενημέρωση για τις οφειλές τους προς τον δήμο ή την περιφέρεια.
Από την άλλη πλευρά, για όσους δεν έχουν χρέη προς το δημόσιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, το πιστοποιητικό θα εκδίδεται με διαδικασίες εξπρές. Όσοι έχουν χρέη και τα εξοφλήσουν ή τα ρυθμίσουν, θα βλέπουν άμεσα την άρση της δέσμευσης για την έκδοση της φορολογικής ενημερότητας για χρέη προς ΟΤΑ.
Με απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή, από την 1η Σεπτεμβρίου η φορολογική διοίκηση θα ενημερώνεται ψηφιακά για την ανάγκη δέσμευσης (ή αποδέσμευσης) αποδεικτικού ενημερότητας σε φορολογούμενους που δεν έχουν ή έχουν εξοφλήσει (αντίστοιχα) ληξιπρόθεσμες οφειλές σε δήμους και περιφέρειες.
Σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, η νέα λειτουργικότητα διευκολύνει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις στις συναλλαγές τους, καθώς επιτρέπει την εύκολη και γρήγορη αποδέσμευση της φορολογικής τους ενημερότητας μετά την εξόφληση των οφειλών στους δήμους ή τις περιφέρειες. Παράλληλα, εξυπηρετεί την ορθή και άμεση αποτύπωση της εικόνας των φορολογουμένων στο ψηφιακό σύστημα της ΑΑΔΕ.
Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την έκδοση ενημερότητας:
- Ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει αποδεικτικό ενημερότητας ισχύος μέχρι και δύο μηνών για την πραγματοποίηση πράξεων και συναλλαγών.
- Η φορολογική διοίκηση χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας μόνο εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει οφειλές στη φορολογική διοίκηση από οποιαδήποτε αιτία και έχει υποβάλει τις απαιτούμενες φορολογικές δηλώσεις των τελευταίων πέντε ετών.
- Η φορολογική διοίκηση μπορεί να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας, εάν ο φορολογούμενος έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε άλλη αρχή του δημόσιου τομέα (δέσμευση χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας), εφόσον η αρχή αυτή χρησιμοποιεί υπηρεσίες διαλειτουργικότητας για να ενημερώνει τη φορολογική διοίκηση για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών που συνεπάγονται τη δέσμευση ενημερότητας, καθώς και για την τακτοποίηση των οφειλών που συνεπάγονται άρση της δέσμευσης ενημερότητας.
Αν ο φορολογούμενος έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών ή έχει οφειλές μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή, είναι δυνατή η έκδοση ενημερότητας περιορισμένης ισχύος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα. Η φορολογική διοίκηση, ακόμη και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη που έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης, ορίζει υποχρεωτικά όρο παρακράτησης στις περιπτώσεις που το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται για είσπραξη χρημάτων ή μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού από επαχθή αιτία. Ειδικά για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού από επαχθή αιτία, το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται με ποσό παρακράτησης ποσοστού 70% επί του τιμήματος, εφόσον το τίμημα δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και έως το ύψος των ληξιπρόθεσμων ρυθμισμένων οφειλών στη φορολογική διοίκηση.
Εάν υφίστανται ληξιπρόθεσμες οφειλές σε αναστολή άνω των 50.000 ευρώ, ορίζεται ποσοστό παρακράτησης 50% επί του τιμήματος, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και έως το ύψος των συνολικών οφειλών σε αναστολή. Εάν το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και το ποσό της παρακράτησης, υπολογιζόμενο επί του τιμήματος, είναι μικρότερο των οφειλών, εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας με υπολογισμό του ποσού της παρακράτησης επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της παρακράτησης που προκύπτει από τον υπολογισμό αυτό δεν υπερβαίνει το τίμημα.