Οι επιπτώσεις των μνημονίων στην Ελλάδα συνεχίζουν να υφίστανται στον εργασιακό τομέα, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι μόλις τρεις στους δέκα εργαζόμενους καλύπτονται από κάποια σύμβαση εργασίας, κάτι που σημαίνει ότι η χώρα μας παρουσιάζει τεράστια απόκλιση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές.

Αυτό επιβεβαιώνεται και από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία στη σχετική της έκθεση αναφέρει ότι «η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών εργαζομένων της χώρας καλύπτονται μόνο από ατομικές συμβάσεις εργασίας».

Ελπίζεται ότι αυτό το μεγάλο κενό θα καλυφθεί από την υιοθέτηση της ευρωπαϊκής οδηγίας, σύμφωνα με την οποία συνιστάται στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι συλλογικές συμβάσεις να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων.

Αυτή η εικόνα, ωστόσο, θέτει εν αμφιβόλω την επίτευξη του στόχου που έχει θέσει η κυβέρνηση, δηλαδή να ανέβει στα 1.500 ευρώ ο μέσος μισθός έως το 2027. Αυτό συμβαίνει διότι, πέρα από την εικόνα κατάρρευσης των συμβάσεων, τα στοιχεία δείχνουν ότι ακόμη και από τις ελάχιστες επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφηκαν εντός του 2023 – δηλαδή 209 συμβάσεις – μόνο οι 59 προέβλεπαν κάποιες αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν περιλάμβαναν καθόλου μισθολογικές ρυθμίσεις. Το επόμενο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση θα ξεκινήσει τις διαδικασίες για την υιοθέτηση της προαναφερθείσας οδηγίας, έτσι ώστε, σύμφωνα με το σκεπτικό της ΕΕ, να υπάρξουν «επαρκείς κατώτατοι μισθοί».

Ωστόσο, παραμένει μεγάλο πρόβλημα το γεγονός ότι μόλις το 30% των εργαζομένων διαμορφώνει τις αμοιβές του μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Τι προβλέπει η οδηγία της Ε.Ε.

Η συγκεκριμένη οδηγία επιτάσσει τα κράτη-μέλη να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων τους με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες θα προσδιορίζουν το ύψος των αμοιβών. Επιπλέον, απαιτεί να καταρτιστεί ένα σχέδιο προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, προκειμένου να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος. Το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να κυρώσει τη συγκεκριμένη οδηγία – πιθανότατα προς το τέλος του έτους – η εικόνα στην ελληνική αγορά εργασίας, όσον αφορά τις συμβάσεις, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με όσα επιτάσσει η Ευρώπη.

Τα επίσημα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών εργαζομένων καλύπτονται μόνο από ατομικές συμβάσεις εργασίας. Επίσης, οι αυξήσεις στις κατώτατες αποδοχές αφορούν ένα μικρό μέρος του συνόλου.

Το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2023, υπογράφηκαν 209 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες αφορούν 137.179 μισθωτούς.

Από αυτές, μόνο 59 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν περιλαμβάνουν μισθολογικές ρυθμίσεις.

Οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας

Λίγες είναι οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας που επηρέασαν τους μισθούς το 2023 δίνοντας υψηλότερες αυξήσεις από τα κατώτατα όρια, όπως:

  • Η τριετής σύμβαση για τις τράπεζες (Απρίλιος 2022), που προβλέπει αυξήσεις 2% από 1.10.2022, 1% από 1.12.2023 και 2,5% από 1.12.2024.
  • Η διετής σύμβαση για τα ξενοδοχεία (Δεκέμβριος 2022) με αυξήσεις 5,5% από 1.1.2023 και 5,0% από 1.1.2024.
  • Η σύμβαση για την καπνοβιομηχανία (Απρίλιος 2023) με αυξήσεις 4%-6,8% για ολόκληρη τη διετία 2023-2024.
  • Η διετής σύμβαση του επισιτισμού (τροφίμων και ποτών – Ιούνιος 2023, που αφορά περίπου 400.000 μισθωτούς) με αυξήσεις 5,5% από 1.6.2023 και 5% από 1.6.2024.
  • Η διετής σύμβαση της τσιμεντοβιομηχανίας (Δεκέμβριος 2023) με αυξήσεις 5% από 1.1.2023, 5% από 1.4.2023 και 4% από 1.1.2024 (δεν είχαν δοθεί αυξήσεις το 2021 και το 2022).