Οι καιρικές συνθήκες το φετινό καλοκαίρι στην Ελλάδα δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις όχι μόνο για ελλείψεις σε βασικά αγροτικά προϊόντα στο επόμενο χρονικό διάστημα, αλλά και για εκτόξευση των τιμών λόγω της χαμηλής παραγωγής, ακόμα κι αν δεν υπάρξουν ελλείψεις. Αν, μάλιστα, σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και η συνήθης κερδοσκοπία, είναι εύκολο να προδικάσει κανείς ότι ο επερχόμενος χειμώνας θα είναι εξαιρετικά δύσκολος. Ήδη στις λαϊκές αγορές και στα μανάβικα, οι τιμές των οπωροκηπευτικών έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ οι προβλέψεις δείχνουν ότι αυτή η εικόνα είναι μόνο μία πρόγευση του τι θα ακολουθήσει.
Ο χειμώνας που προηγήθηκε ήταν ένας από τους πιο ήπιους των τελευταίων ετών, με λίγα χιόνια, ελάχιστες βροχές και θερμοκρασίες κατά πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Λογική εξέλιξη ήταν η χαμηλή παραγωγή σε οπωροκηπευτικά και άλλα αγροτικά προϊόντα, καθώς και η ανομβρία, αν δεν υπάρξουν αξιόλογες βροχοπτώσεις στο επόμενο διάστημα.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, στους πρώτους 7 μήνες του έτους, οι βροχές που έχουν σημειωθεί δεν αντιστοιχούν ούτε στο 50% έως 60% αυτών που συνήθως πέφτουν στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
Ένα προϊόν που τα δύο τελευταία χρόνια έχει δει την τιμή του να εκτοξεύεται είναι το ελαιόλαδο. Η περσινή χαμηλή παραγωγή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία, είχε ως αποτέλεσμα οι τιμές να βρεθούν σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Η φετινή εικόνα στην αρχή της ελαιοκομικής περιόδου ήταν μάλλον καλή, αλλά η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη. Οι καιρικές συνθήκες, με παρατεταμένα υψηλές θερμοκρασίες και έλλειψη βροχοπτώσεων, έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλά ποσοστά καρποδεσίας, κάτι που δεν θα επιφέρει την αναμενόμενη βελτίωση στην παραγωγή και, κατ’ επέκταση, δεν θα φέρει την επιθυμητή πτώση των τιμών.
«Μήπως επίκειται άλλη μια επισιτιστική κρίση;»
Αυτή η εικόνα, όμως, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά επηρεάζει όλη την Ευρώπη. Σε πρόσφατο άρθρο, η Deutsche Welle κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Το κύμα καύσωνα που έπληξε αρχικά τη Νότια Ευρώπη μεταφέρθηκε στην Ανατολική Ευρώπη, πυροδοτώντας φόβους για σοβαρές αναταράξεις στην αγορά τροφίμων.
«Μήπως επίκειται άλλη μια επισιτιστική κρίση;», αναρωτιέται το γερμανικό Μέσο. Ήδη στην Ανατολική Ευρώπη, η ζέστη και η λειψυδρία πλήττουν σφοδρά τις καλλιέργειες και διαταράσσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων, τονίζει.
Οι ανησυχίες των Γερμανών επικεντρώνονται στην Ουκρανία, έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς καλαμποκιού παγκοσμίως. Οι θερμοκρασίες τον Ιούλιο έφτασαν τους 38 βαθμούς Κελσίου, ζέστη ρεκόρ για το κλίμα της περιοχής. Όπως είχε δηλώσει στο Bloomberg εκπρόσωπος του τμήματος Γεωργίας του Υδρομετεωρολογικού Κέντρου της Ουκρανίας, για τουλάχιστον 10 συνεχείς ημέρες οι θερμοκρασίες ήταν σταθερά πάνω από τους 35 βαθμούς. «Καμία μέλισσα δεν επικονιάζει σε αυτές τις θερμοκρασίες», εξήγησε, προσθέτοντας ότι η συγκομιδή καλαμποκιού θα είναι από 20% ως 30% χαμηλότερη από την αναμενόμενη.
Το ίδιο συμβαίνει στη γειτονική Ρουμανία, με τον υπουργό Γεωργίας της χώρας να ζητά από την ΕΕ οικονομική στήριξη άνω των 500 εκατ. ευρώ για τη στήριξη των αγροτών, καθώς έχουν καταστραφεί πάνω από 4,9 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργειών καλαμποκιού και ηλίανθου.
Αν χώρες όπως η Γερμανία είναι θωρακισμένες σε κάποιο βαθμό από τις ελλείψεις στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς έχουν προμηθευτές από γειτονικές τους χώρες, το ίδιο δεν ισχύει για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Ο Στέφεν Μπαχ, αναλυτής αγοράς στην Kaack Terminhandel, γερμανικό ίδρυμα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, προειδοποιεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της θα χρειαστεί να εισάγει καλαμπόκι και σιτηρά από άλλες περιοχές.