Υποχώρησε ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, σχεδόν, κατά έξι μονάδες σε διάστημα ενός χρόνου (από 69,5 μονάδες στο Β΄ εξάμηνο του 2022, σε 63,9 μονάδες στο Β΄ εξάμηνο του 2023), πιστοποιώντας την επιδείνωση της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων λόγω της πληθωριστικής κρίσης, αλλά και των συσσωρευμένων προβλημάτων των διαδοχικών κρίσεων, που δεν έχουν αντιμετωπιστεί.
Αυτό προκύπτει από την ετήσια Έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το 2023, την 5η κατά σειρά, η οποία έχει θέμα «Ανταγωνισμός και Μικρές Επιχειρήσεις» και παρουσιάζεται αυτή την ώρα, σε εκδήλωση στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τη σύνοψη της έρευνας, το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 35% το διάστημα 2021-2023. Σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι το λειτουργικό κόστος τους αυξήθηκε τα τελευταία 2 έτη και δημιούργησαν πιεστικό περιβάλλον αύξησης τιμών στις υπηρεσίες και τα αγαθά που εμπορεύονται ενώ περισσότερες από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας (25,5% των πολύ μικρών επιχειρήσεων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και ότι έχει μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα ενώ το 25,1% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δηλώνει ότι διαθέτει ρευστότητα μόλις για ένα μήνα).
Ακόμη, τονίζεται ότι «η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος συσχετίζεται με την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Η μεγάλη όμως υποχώρηση του δείκτη οικονομικού κλίματος κατά έξι μονάδες, που δεν είναι ανάλογη της οικονομικής επιβράδυνσης, αποκαλύπτει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στη χώρα μας, που εντείνονται, αντί να εξασθενούν. Αντίστοιχα, η υποχώρηση του δείκτη προσδοκιών των ΜμΕ κατά 4,1 μονάδες το δεύτερο εξάμηνο του 2023, συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του έτους, προοιωνίζουν την είσοδο της οικονομίας σε συνθήκες στασιμότητας».
Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές εντείνουν την ανασφάλεια των επιχειρήσεων, σημειώνεται στην σύνοψη της έκθεσης, «με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εισαγωγή τεκμαρτού συστήματος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, που αφορά άνω του 60% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων».
Για να σταματήσει η καθοδική πορεία των ΜμΕ, σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, απαιτούνται μέτρα μείωσης των διοικητικών βαρών, διασφάλιση προσιτών τιμών στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες, πρόσβαση σε χρηματοδότηση, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις προσαρμογής τους στη διπλή μετάβαση (ψηφιακή και πράσινη) και εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού.
Ακόμη, όπως προκύπτει από τη έρευνα, ο κύκλος εργασιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων παρουσιάζει ήπια επιδείνωση το 2023, με το 57,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων να έχει ολοκληρώσει με κέρδη τη χρονιά ενώ σημαντικό εύρημα χαρακτηρίζεται η αύξηση των επιχειρήσεων που δήλωσαν μείωση κύκλου εργασιών κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, καθώς, παραδοσιακά η θέση των επιχειρήσεων βελτιώνεται το δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους, λόγω της επίδρασης του τουρισμού.
Πιο αναλυτικά, καταγράφεται ότι το 2023, παρότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2%, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 3%.
Ο κύκλος εργασιών, σε αδρές γραμμές, παρέμεινε σταθερός στους 6 τομείς που συγκεντρώνεται η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ενώ οι εγγραφές νέων επιχειρήσεων το 2023 αυξήθηκαν κατά 6%. Ο τομέας με τις περισσότερες ενάρξεις ήταν οι κατασκευές και μεταφορά – αποθήκευση και η νομική μορφή που κατά πλειοψηφία επιλέχθηκε ήταν η ατομική επιχείρηση.
«Τα επιμέρους στοιχεία των δεδομένων των ερευνών οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αποκαλύπτουν υψηλή συσχέτιση του μεγέθους της επιχείρησης με την αύξηση ή τη μείωση του κύκλου εργασιών, με εμφανές συμπέρασμα ότι οι πόροι της οικονομίας συγκεντρώνονται με αυξανόμενη ένταση στα χέρια όλο και λιγότερων φυσικών ή νομικών προσώπων» όπως υπογραμμίζεται στη σύνοψη της έρευνας.
Αποκαλύπτεται, επίσης, μια οικονομία δύο ταχυτήτων, με τις επιχειρήσεις στην Αττική και στα Νησιά του Αιγαίου να βρίσκονται σε καλύτερη θέση, με βάση την εξέλιξη του κύκλου εργασιών, συγκριτικά με τις επιχειρήσεις της Βόρειας και Κεντρικής (υπόλοιπης) Ελλάδα.
Το 25,5% των πολύ μικρών επιχειρήσεων αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, καθώς δηλώνουν μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα. Επιπρόσθετα, το 25,1 % των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων διαθέτει ρευστότητα μόλις για ένα μήνα. Τα στοιχεία, επομένως, αποκαλύπτουν ως κυρίαρχο πρόβλημα για το 50% των ΜμΕ την έλλειψη ρευστότητας.
Η αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που δηλώνουν μείωση ταμειακών διαθέσιμων το δεύτερο εξάμηνο του έτους, συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο, αποκαλύπτει διαφοροποίηση της διασποράς των εσόδων από τον τουρισμό στο σύνολο της οικονομίας ενώ 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις πραγματοποίησε κάποιας μορφής επένδυση, τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Ωστόσο, η πλειονότητα των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας ύψους έως 5.000 ευρώ και η χρηματοδότηση των επενδύσεων πραγματοποιήθηκε συντριπτικά με ίδια κεφάλαια.
«Η διαχρονική αυτή πραγματικότητα της αυτοχρηματοδότησης των επενδύσεων αποδεικνύει ότι, ενώ οι ΜμΕ έχουν την λογική και την πρόθεση να επενδύσουν για την ανάπτυξη της επιχείρησής τους, ο αποκλεισμός τους από χρηματοδοτικά εργαλεία και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα εγείρει εμπόδια, στερώντας ή καθυστερώντας την ανάπτυξή τους. Οι περιορισμοί αυτοί καθιστούν πιο ευάλωτες τις ΜμΕ σε ενδεχόμενες κρίσεις, ενώ στρέβλωση του ανταγωνισμού χαρακτηρίζεται και το γεγονός ότι όσες ΜμΕ αποκτούν πρόσβαση σε δανεισμό επιβαρύνονται με έως και 2,5% μεγαλύτερους τόκους συγκριτικά με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις» όπως σημειώνεται.
Την ίδια ώρα, παρά τη διαιώνιση των προβλημάτων, η απασχόληση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ενισχύθηκε περαιτέρω, τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο εξάμηνο του 2023, με τις εκτιμήσεις να είναι θετικές και για το 2024, αφού περισσότερες από το 13% των επιχειρήσεων προβλέπουν να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας, έναντι περίπου 3% που προβλέπει τη μείωσή τους.
Σε ό,τι αφορά στο κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 35% το διάστημα 2021-2023. Σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις (87,8%) δήλωσαν ότι το λειτουργικό κόστος τους αυξήθηκε τα τελευταία 2 έτη, προκαλώντας αύξηση τιμών στις υπηρεσίες και τα αγαθά που εμπορεύονται.
Από τα στοιχεία των ερευνών οικονομικού κλίματος της ΓΣΕΒΕΕ προκύπτει ότι σημαντικό μέρος της αύξησης του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων απορροφάται από τις ίδιες, αφού οι αυξήσεις τιμών στις οποίες προέβησαν δεν ξεπερνά μεσοσταθμικά το 3,9%.
Ταυτόχρονα, το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες υποχρεώσεις έχει υποχωρήσει σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, ωστόσο παραμένει ιδιαίτερα υψηλό.
«Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία, το ύψος των οφειλών για το 73,5% των επιχειρήσεων δεν ξεπερνά τις 50.000 ευρώ, θεωρείται σχεδόν υποχρεωτική η εφαρμογή μιας νέας γενναίας ρύθμισης οφειλών, που θα επιτρέψει στις ΜμΕ να ξεχρεώσουν και θα ενισχύσει σημαντικά τα δημόσια, ασφαλιστικά και όχι μόνο ταμεία» όπως υπογραμμίστηκε από του ομιλητές στην εκδήλωση της ΓΣΕΒΕΕ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης ανασφάλειας των ΜμΕ ανήλθε στις 30,9 μονάδες τον Ιούλιο του 2023 και στις 35,7 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2024, καταγράφοντας αύξηση 4,8 μονάδων. Υπενθυμίζεται ότι, στην τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2024), το 16,6% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είναι πολύ πιθανό να διακόψει τη λειτουργία του στο μέλλον, ενώ το 19,1% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είναι αρκετά πιθανό.
Αντίθετα, ο δείκτης βιωσιμότητας βελτιώθηκε, καθώς μόλις το 2,2% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για διακοπή της δραστηριότητάς του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι 4,7% που ήταν τον Ιούλιο του 2023.
Γενικότερα όπως σημειώνεται στην έκθεση «Οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν επηρεάσει αρνητικά τις μικρότερες επιχειρήσεις, πολλαπλάσια σε σχέση με τις μεγαλύτερες, καθώς το αυξημένο κόστος ζωής σε συνδυασμό με το αυξημένο λειτουργικό κόστος, την αύξηση του κόστους προμήθειας προϊόντων ή χρήσης υπηρεσιών και την αδυναμία αξιοποίησης κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων δεν επιτρέπει τη απορρόφηση μέρους του πρόσθετου κόστους, ενώ στην προσπάθεια μείωσης του συνολικού κόστους, θυσιάζονται πολύτιμες θέσεις εργασίας, που τελικά φέρνουν σε ακόμα δυσχερέστερη θέση τις μικρές επιχειρήσεις σε σχέση με τις μεγαλύτερες σε κάθε κλάδο».
Μονοπώλια για τους λίγους στην κορυφή της πυραμίδας, ανταγωνισμός για τους πολλούς στη βάση
Σχετικά με την λειτουργία του ανταγωνισμού, προκύπτει ότι το 87,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι πεπεισμένο πως υπάρχουν ολιγοπώλια τα οποία ελέγχουν μεγάλο μέρος της αγοράς και διαμορφώνουν τις τιμές, έναντι μόλις 8,5% που πιστεύει ότι λειτουργεί ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα. Συνακόλουθα, το 83,8% των ΜμΕ θεωρεί ότι οι εφαρμοζόμενες μέχρι σήμερα πολιτικές δεν έχουν συμβάλει καθόλου στην προώθηση του υγιούς ανταγωνισμού και την αποφυγή αθέμιτων ολιγοπωλιακών πρακτικών, έναντι μόλις 11,5% των επιχειρήσεων που πιστεύει το αντίθετο.
Στην σύνοψη σημειώνονται, πιο αναλυτικά, τα εξής: Όπως προκύπτει από την εξέταση του μεριδίου των 5 μεγάλων κάθε κλάδου στο σύνολο, στην ελληνική οικονομία επικρατεί ένας βαθύτατος διχασμός. Στους κλάδους της μεγάλης βιομηχανίας δεσπόζουν μονοπώλια ή μονοπωλιακές τάσεις, ενώ στους κλάδους που κυριαρχούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κυριαρχούν συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.
Η δεινή εικόνα που εμφανίζει ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα αποτυπώνεται και στα ευρήματα από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου που διεξήχθη το 2022, με θέμα «Οι αντιλήψεις των πολιτών για την πολιτική ανταγωνισμού» (European Commission, 2022). Οι απαντήσεις από την Ελλάδα δείχνουν ότι η κατάσταση στη χώρα μας, στο πεδίο του ανταγωνισμού, είναι πολύ χειρότερη της μέσης ευρωπαϊκής.
Σημαντικές είναι και οι αποκλίσεις μεταξύ των απαντήσεων σε Ελλάδα και ΕΕ, όπως εμφανίζονται στην έρευνα του Ευρωβαρόμετρου που πραγματοποιήθηκε το ίδιο έτος, αλλά απευθυνόταν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με τίτλο «οι προσδοκίες των ΜμΕ για μια αποτελεσματική πολιτική ανταγωνισμού» (European Commission, 2022β). Στο ερώτημα «πόσο σημαντικές πιστεύετε ότι είναι οι παρακάτω βελτιώσεις στον ανταγωνισμό», η απάντηση που συγκέντρωσε τις περισσότερες προτιμήσεις ήταν «να καταπολεμηθούν τα καρτέλ». Το 76% των ερωτηθέντων χαρακτήρισε το συγκεκριμένο μέτρο πολύ σημαντικό και το 17% αρκετά σημαντικό. Αθροιστικά, το 93% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προκρίνει την καταπολέμηση των καρτέλ! Κι ακολουθεί η «αποτροπή κατάχρησης της δύναμης που κατέχουν στην αγορά οι παράγοντες σε διάφορους τομείς της αγοράς».
Γ. Καββαθάς: Αδήριτη ανάγκη η εφαρμογή αντιμονοπωλιακών πολιτικών για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς
Στην τοποθέτησή του ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος Γιώργος Καββαθάς υπογράμμισε ότι η έκθεση αναδεικνύει το διαχρονικό πρόβλημα του στρεβλού ανταγωνισμού στην ελληνική οικονομία, το οποίο, όπως υπογράμμισε, εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την κρίση του 2008 και κυρίως των πρόσφατων κρίσεων,.
«Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές, συνέχισε ο ίδιος, δεν φαίνεται να οδήγησαν σε αποτελεσματική διευθέτηση ζητημάτων που χαρακτηρίζουν αγορές με ολιγοπωλιακή διάρθρωση και που έχουν ως συνακόλουθο την χειραγώγηση των τιμών και την στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, οι πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού οδήγησαν σε σταδιακή επιδείνωση της θέσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες καλούνται επιπλέον να αντιμετωπίσουν και τα προβλήματα που έχουν σωρεύσει κατά τη μακρά περίοδο των αλλεπάλληλων κρίσεων αλλά και τις πρόσφατες προκλήσεις του πράσινου και ψηφιακού μετασχηματισμού τους».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο, η αντιφατική εικόνα μιας επιδεινούμενης κατάστασης των ΜμΕ στο πλαίσιο μιας γενικότερης θετικής εικόνας της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας – έστω και κάτω του προσδοκώμενου – επιβεβαιώνει τον μονοδιάστατο τρόπο διάχυσης της οικονομικής μεγέθυνσης και συνακόλουθα την αύξηση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην χώρα μας.
«Είναι χαρακτηριστικό, πρόσθεσε ο κ. Καββαθάς, ότι το 87,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων θεωρεί ότι υπάρχουν ολιγοπώλια που ελέγχουν μεγάλο μέρος της αγοράς και διαμορφώνουν τις τιμές.
Αναδεικνύεται, επομένως, η αδήριτη ανάγκη για τη δημιουργία και εφαρμογή ενός ισχυρού κι αξιόπιστου ρυθμιστικού πλαισίου, με την εφαρμογή αντιμονοπωλιακών πολιτικών για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς».
Πηγή: ΑΠΕ