Επανεξέταση των κριτηρίων υπαγωγής στο νέο επενδυτικό νόμο και περαιτέρω μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων ζητεί το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Αθήνας ενώ ο πρόεδρος Κων. Μίχαλος χαρακτηρίζει θετική εξέλιξη την προώθηση του νομοσχεδίου από τον υπουργό Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας Μιχ. Χρυσοχοΐδη.
Όπως τονίζει ο κ. Μίχαλος «ευχή του επιχειρηματικού κόσμου είναι το σχέδιο αυτό να γίνει το ταχύτερον δυνατόν νόμος του κράτους και ο νόμος αυτός αρχίσει αμέσως να εφαρμόζεται, χωρίς άλλες γραφειοκρατικές καθυστερήσεις». Γενικότερα, σημειώνει, το περιεχόμενο του σχεδίου νόμου βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση ωστόσο «σκόπιμο είναι να επισημανθούν ορισμένα σημεία που χρήζουν βελτιώσεων».
Συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής σημεία:
· «Τα επενδυτικά κίνητρα αποτελούν αναμφισβήτητα ένα σοβαρό στοιχείο, που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τον επενδυτή πριν από την ανάληψη νέων επιχειρηματικών κινδύνων, δεν είναι όμως το μοναδικό και πολλές φορές ούτε το καθοριστικό.
Η πολυπλοκότητα των διαδικασιών υλοποίησης μιας επένδυσης και λειτουργίας μιας επιχείρησης, η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και το ύψος της φορολογίας των κερδών, η ορθολογική λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, η ποιότητα και η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού κ.ά., είναι παράγοντες που κάθε επενδυτής αξιολογεί και συνεκτιμά και στους τομείς αυτούς υπάρχουν πολλά που θα πρέπει να γίνουν.
· Η κυβέρνηση θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι κρατικοί πόροι, που χρηματοδοτούν αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, οι οποίες εντάσσονται στη διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, δεν επιβαρύνουν, τελικά αλλά εξυγιαίνουν ριζικά τη δημοσιονομική μας διαχείριση. Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, τη στιγμή που η χώρα έχει επιτακτική ανάγκη μαζικών επενδύσεων τα συνολικά κονδύλια των πάσης φύσεως κρατικών ενισχύσεων που προορίζονται για τα επενδυτικά σχέδια τα οποία θα υπαχθούν στις διατάξεις του νέου αναπτυξιακού νόμου να είναι ικανοποιητικά.
Και φυσικά είναι ανάγκη να ανακοινωθεί σύντομα το συνολικό ύψος των κονδυλίων αυτών που θα διατεθούν το 2011.
· Αναμφισβήτητα, σε μια ελεύθερη οικονομία ο επενδυτής επιλέγει ο ίδιος το χώρο δραστηριοποίησης του. Χρήσιμο όμως θα ήταν να διαγραφούν πιο εμφαντικά μέσα από τα επί μέρους κίνητρα οι γενικότερες αναπτυξιακές κατευθύνσεις και προτεραιότητες της χώρας στο πλαίσιο του νέου παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας που ήδη διαμορφώνεται ώστε να επιταχυνθεί χωρίς απώλειες κρίσιμων αναπτυξιακών πόρων η προσαρμογή του παραγωγικού μας δυναμικού στις – ποσοτικές και ποιοτικές – απαιτήσεις των διεθνών αγορών.
· Η επιχορήγηση (δωρεάν παροχή από το κράτος) ως μορφή ενίσχυσης μιας επενδυτικής πρότασης περιορίζεται σημαντικά στο εξεταζόμενο Σ.Ν. υπέρ των φορολογικών απαλλαγών, οι οποίες όμως προϋποθέτουν κέρδη τα οποία συνήθως δεν υπάρχουν τα πρώτα δύο – τρία κρίσιμα χρόνια λειτουργίας της επιχείρησης.
Ως αιτία της σημαντικής αυτής διαφοροποίησης, προβάλλονται, πέραν ασφαλώς της δημοσιονομικής στενότητας και κάποιες παλαιότερες περιπτώσεις αποτυχημένων επενδυτικών σχεδίων που επιβάρυναν σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό. Η αυστηρότερη λειτουργία των αρμόδιων Επιτροπών επιλογής θα μπορούσε να αποτρέψει την επανάληψη παρόμοιων καταστάσεων και πάντως, οι καταδικαστέες, οπωσδήποτε, αυτές συμπεριφορές δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στην πλήρη απαξίωση μιας μορφής κρατικής ενίσχυσης, η οποία, υπό τις σημερινές μάλιστα συνθήκες (περιορισμένα ίδια κεφάλαια, λόγω και της κατακόρυφης πτώσης των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο και της αρνητικής, σχεδόν, πιστωτικής επέκτασης) μπορεί να αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματική.
· Η σημασία της ενίσχυσης της περιφερειακής ανάπτυξης είναι δεδομένη, καθώς το κόστος της βελτίωσης του αστικού περιβάλλοντος συνεχώς διευρύνεται και οι ανισότητες ανάμεσα στο κέντρο και την επαρχία αυξάνονται σταθερά, παρά την ύπαρξη σημαντικών αναξιοποίητων πλουτοπαραγωγικών πόρων στην περιφέρεια.
Σκόπιμο, ίσως θα ήταν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, να θεσπισθεί μια πάγια ευνοϊκή για την περιφέρεια, δεσμευτική αναλογία στην κατανομή των συνολικών κρατικών πόρων για τις ενισχύσεις του αναπτυξιακού νόμου (π.χ., τα 2/3 των σχετικών πόρων θα κατευθύνονται στην περιφέρεια και το 1/3 στους νομούς Αττικής και Θες/κης), ώστε, το συντομότερον δυνατόν, να περιορισθούν οι σημερινές νησίδες, φτώχειας και, απαράδεκτα υψηλής, ανεργίας.
Πέραν των γενικότερων αυτών επισημάνσεων θα θέλαμε να σταθούμε και σε ορισμένες ειδικότερες παρατηρήσεις:
· Το μέσο μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης είναι υπερβολικά μικρό και, πάντως, το μικρότερο στην Ο.Ν.Ε., το γεγονός, δε, αυτό φέρει σοβαρές ευθύνες, για τη χαμηλή παραγωγικότητα, την εσωστρέφεια, τη σημερινή έκταση της φοροδιαφυγής και τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, που παρατηρούνται στη χώρα.
Τα ποσοστά ενίσχυσης που προβλέπει το Σ.Ν. (πολύ μικρά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, μεγαλύτερα για τις μεσαίες και πολύ μεγαλύτερα για τις μικρές και πολύ μικρές) διαιωνίζουν, δυστυχώς, αναποτελεσματικές επιχειρηματικές δομές, αντί να τις βελτιώνουν.
· Η παροχή της δυνατότητας υποβολής των αιτήσεων υπαγωγής των επενδυτικών σχεδίων, στον αναπτυξιακό νόμο, τρεις, αντί δύο, που προβλέπεται στο Σ.Ν., φορές το χρόνο, θα μείωνε τις καθυστερήσεις υλοποίησης έτοιμων αναπτυξιακών προτάσεων, θα καθιστούσε πιο εύκολο το έργο των αρμόδιων επιτροπών αξιολόγησης και επιλογής, αλλά και θα περιόριζε το ενδεχόμενο κάποιων αδικιών που το προτεινόμενο σύστημα αξιολόγησης (σύγκριση μη ομοειδών επενδύσεων και πίνακες κατάταξης κατά περιφέρειες) θα μπορούσε να δημιουργήσει.
· Τα κριτήρια αξιολόγησης που καθιερώνει το Σ.Ν. (άρθρο 10) είναι πολύ γενικά και παρέχουν ευρύτατες δυνατότητες υποκειμενικής κρίσης (εμπειρία μετόχων, πολυμετοχική επιχείρηση, συμβολή της επένδυσης στην προστασία του περιβάλλοντος και στην εξοικονόμηση ενέργειας και φυσικών πόρων, αριθμός απασχολούμενων στον φορέα, ποσοστό πτυχιούχων, προοπτικές κλάδου κ.ά.), ενώ άλλα ενδέχεται να παραπλανήσουν τους αξιολογητές (π.χ. η μικρή αύξηση της απασχόλησης, ενδέχεται να αποκλείσει ένα επενδυτικό σχέδιο, προηγμένης τεχνολογίας, εντάσεως κεφαλαίων).
Επιβάλλεται η επανεξέταση των κριτηρίων αυτών με στόχο, περισσότερη διαφάνεια και αντικειμενικότητα.
· Η επιχειρηματικότητα των νέων θα πρέπει, ασφαλώς να ενισχυθεί. Η ενίσχυση, όμως, επιχειρηματικών σχεδίων για ίδρυση και λειτουργία μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων από άτομα ηλικίας κάτω των 40 ετών, που θα ελέγχουν το 50% τουλάχιστον του σχετικού εταιρικού κεφαλαίου, είναι μια επιλογή που αφήνει πολλά περιθώρια για καταστρατήγηση του αναπτυξιακού πνεύματος.
· Τέλος, αναγκαία θεωρείται η επιτάχυνση όλων των διοικητικών διαδικασιών (αξιολόγηση, έλεγχος, πιστοποίηση, καταβολή ενισχύσεων κ.ά.), ώστε το διάστημα που μεσολαβεί από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής μιας επένδυσης, στον αναπτυξιακό νόμο, μέχρι την έναρξη λειτουργία της επιχείρησης να περιορισθεί στο ελάχιστον δυνατόν.
Αναμφισβήτητα, η απόφαση για επένδυση, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές διεθνείς αβεβαιότητες, είναι μια σύνθετη διαδικασία που συναρτάται άμεσα, με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση και προοπτική, την πληρότητα και τη συνέπεια της κυβερνητικής πολιτικής και το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και η διορατικότητα του Έλληνα επιχειρηματία παρέχουν ελπίδες για αναθέρμανση των παραγωγικών επενδύσεων.
Ας ελπίσουμε ότι οι γνωστές αγκυλώσεις ενός κράτους που παρά την κρίση, διατηρεί το μέγεθος και την ισχύ του, δεν θα αποθαρρύνουν, για άλλη μια φορά, την ταχεία υλοποίηση επενδυτικών προθέσεων και σχεδίων.