Τα νοικοκυριά φαίνεται να εκφράζουν λιγότερη απαισιοδοξία για την οικονομική τους κατάσταση τον επόμενο χρόνο, σύμφωνα με την έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ για τον Απρίλιο. Επιπλέον, φαίνεται ότι είναι πιο αισιόδοξα όσον αφορά την οικονομική κατάσταση της χώρας το επόμενο διάστημα. Οι προβλέψεις που περιλαμβάνονται στην έρευνα του ΙΟΒΕ για τα νοικοκυριά τους προσεχείς 12 μήνες ενισχύθηκαν ελαφρώς τον Απρίλιο σε σχέση με τον Μάρτιο.
Άξια σχολιασμού είναι και τα ευρήματα που δείχνουν βελτίωση της πρόθεσης για αγορά αυτοκινήτου, ακινήτου, όπως επίσης και η εκτίμηση για μείωση της ανεργίας. Στο αντίποδα βρίσκονται οι εκτιμήσεις για αύξηση του πληθωρισμού.
Ειδικότερα, το 51% των νοικοκυριών (έναντι 57% τον Μάρτιο) προβλέπει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης, ενώ το 6% προβλέπει μικρή βελτίωση.
Ας δούμε τα βασικά ευρήματα της έρευνα:

  1. Πιο αισιόδοξες είναι οι προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Ο αρνητικός δείκτης των προβλέψεων των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας το προσεχές 12μηνο παρουσίασε μικρή υποχώρηση τον Απρίλιο. Το 59% των καταναλωτών προέβλεψε εκ νέου ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, έναντι του 22% (από 19%) το οποίο αναμένει σταθερότητα.
  2. Μικρή εξασθένιση υπάρχει στην πρόθεση για μείζονες αγορές. Η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.) υποχώρησε ελαφρά. Το 55% (από 49%) των καταναλωτών προέβλεψε ότι θα προβεί σε λιγότερες ή πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ το 5% (από 4%) αναμένει το αντίθετο.
  3. Οριακή βελτίωση της πρόθεσης για αποταμίευση. Ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες βελτιώθηκε οριακά τον Απρίλιο. Το 83% των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 15% (από 15%) τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή.
  4. Σημαντική αποκλιμάκωση στις προβλέψεις για την ανεργία. Ο δείκτης πρόβλεψης για την εξέλιξη της ανεργίας τους προσεχείς 12 μήνες αποκλιμακώθηκε τον Μάρτιο. Το ποσοστό των νοικοκυριών που προέβλεψε μικρή ή αισθητή άνοδο της ανεργίας υποχώρησε στο 33% (από 40%), με το 24% των ερωτηθέντων να αναμένει ελαφρά μείωσή της.
  5. Κλιμάκωση των προβλέψεων για άνοδο των τιμών. Το 56% (από 52%) των νοικοκυριών προέβλεψε άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 17% (από 16%) αναμένει σταθερότητα.
  6. Εξασθένιση του ποσοστού που «μόλις τα βγάζει πέρα». Διαμορφώθηκε στο 61% (από 64%), ενώ στο 12% από 11% ενισχύθηκε το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δήλωσαν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ αποτελούν το 19% (από 18%) του συνόλου, ενώ το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι «έχουν χρεωθεί» διαμορφώθηκε εκ νέου στο 7 – 8%.
  7. Υποχώρηση του ποσοστού των νοικοκυριών που είναι αβέβαια για τη μελλοντική οικονομική κατάστασή τους. Στο ερώτημα το οποίο αξιολογεί το βαθμό αβεβαιότητας των νοικοκυριών ως προς τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, το 48% έκρινε τον Απρίλιο ότι η οικονομική κατάστασή του μπορεί να προβλεφθεί δύσκολα ή σχετικά δύσκολα, από 59% τον προηγούμενο μήνα.
    Τον Απρίλιο, εξετάζονται σε τριμηνιαία βάση στην έρευνα καταναλωτών τρία πρόσθετα ζητήματα, τα οποία εξειδικεύουν περισσότερο την πρόθεση για μείζονες αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών (αυτοκίνητο, κατοικία) και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως πρόδρομοι δείκτες για την ιδιωτική κατανάλωση.
    Αναλυτικά:
    Μικρή βελτίωση παρουσίασε τον Απρίλιο η πρόθεση αγοράς αυτοκινήτου εντός των επόμενων 12 μηνών. Αυτή η επίδοση παραμένει αισθητά δυσμενέστερη από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς δείκτες. Το 96,0% (από 97,6%) των καταναλωτών στην Ελλάδα δηλώνει ότι δεν είναι πιθανό να αγοράσει αυτοκίνητο εντός του προσεχούς 12μήνου.
    Ενίσχυση σημειώθηκε στην πρόθεση για αγορά ή κατασκευή κατοικίας εντός των επόμενων 12 μηνών. Το 4,5% (από 2,4%) των νοικοκυριών εγχωρίως δηλώνει ότι ίσως να προβεί σε αγορά ή κατασκευή κατοικίας τον επόμενο χρόνο.
    Οριακή βελτίωση καταγράφηκε στο δείκτη της πρόθεσης πραγματοποίησης σημαντικών δαπανών για βελτίωση/ανανέωση της κατοικίας εντός των επόμενων 12 μηνών. Το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που δηλώνει ότι είναι αρκετά ή πολύ πιθανό να πραγματοποιήσει σημαντικές δαπάνες αυτού του είδους εντός ενός έτους υποχώρησε στο 10,6% (από 11,0%).