Η βιομηχανική παραγωγή πέφτει. Η αγορά ακινήτων βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Και η κυβέρνηση δεν μπορεί να δανειστεί για να αναδιαρθρώσει το βιομηχανικό της μοντέλο, ούτε για να ξαναχτίσει την υποδομή που καταρρέει.
Αυτή είναι μια συνοπτική περίληψη της άλλοτε πανίσχυρης γερμανικής μηχανής […] Του άλλοτε εμβλήματος για το πως πρέπει να μοιάζει μια ανεπτυγμένη οικονομία. Στην πραγματικότητα, το γερμανικό μοντέλο έχει καταρρεύσει και παρασύρει και την Ευρώπη.
Σχεδόν κάθε εβδομάδα φέρνει περισσότερα άσχημα νέα για τη Γερμανία. Την Πέμπτη η βιομηχανική παραγωγή (που φυσικά έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία στη Γερμανία από τις περισσότερες άλλες χώρες) μειώθηκε απροσδόκητα για πέμπτο συνεχόμενο μήνα. Το τρίτο τρίμηνο, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,1%, έχοντας ήδη παραμείνει στάσιμο τα δύο προηγούμενα τρίμηνα.
Οι τιμές των ακινήτων πέφτουν με ταχύτερο ρυθμό και οι αξίες τους έχουν μειωθεί κατά περίπου 9% μέχρι στιγμής φέτος. Πόλεις όπως το Βερολίνο και το Αμβούργο πλήττονται ιδιαίτερα. Από τις χώρες της G7, η Γερμανία έχει την πιο αργή ανάκαμψη από την πανδημία και σύμφωνα με το ΔΝΤ καταγράφει τη χειρότερη επίδοση από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία το 2023.
Συν τοις άλλοις, η κυβέρνησή της δείχνει πως δεν μπορεί να ξεφύγει από τα προβλήματα. Οι φειδωλοί Γερμανοί έχουν έναν από τους χαμηλότερους δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ στον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά το συνταγματικό δικαστήριο έχει ασκήσει βέτο σε δεκάδες δισεκατομμύρια «πράσινες δαπάνες», θεωρώντας τη χρήση τους (σ.σ. προέρχονταν από το ταμείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας) ως παραβίαση των νομικά επιβαλλόμενων ορίων χρέους.
Όπως κι αν επιλέξετε να το δείτε, μια οικονομία που, στο τέλος της μακροχρόνιας βασιλείας της Άνγκελα Μέρκελ, θεωρήθηκε ως ένα μοντέλο διακυβέρνησης υπό την ηγεσία των ειδικών, βρίσκεται τώρα σαφώς σε βαθιά προβλήματα.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι έχει πάει τόσο στραβά. Υπήρχαν τρεις μεγάλοι μοχλοί της φαινομενικής επιτυχίας της Γερμανίας κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα, αλλά, ένας προς έναν, όλοι αντιστράφηκαν.
Πρώτον, η Γερμανία είχε αποκτήσει έναν ρόλο προμηθευτή της βιομηχανικής επανάστασης της Κίνας. Προμήθευε τις μηχανές για τα εργοστάσιά της, τα ηλεκτρονικά για τους μηχανικούς της και τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά και τα τρένα για το δίκτυο μεταφορών της. Το πρόβλημα είναι ότι οι ρόλοι στο τραπέζι έχουν πλέον ανατραπεί.
Οι υπερανταγωνιστικοί επιχειρηματίες της Κίνας «έμαθαν» όλα όσα έπρεπε από τους Γερμανούς εταίρους τους, ώστε να μη χρειάζεται πλέον να αγοράζουν τίποτα από αυτούς. Ακόμη χειρότερα, έχουν αρχίσει να τους ανταγωνίζονται σε κάθε κρίσιμο κλάδο. Τα φθηνά, κομψά κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα αρχίζουν να κατακλύζουν την ευρωπαϊκή αγορά, καταστρέφοντας την αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας. Αλλά αυτή είναι μόνο η αρχή. Η ενέργεια και ο ιατρικός εξοπλισμός υψηλής τεχνολογίας θα είναι επόμενος. Η Κίνα είναι πλέον εμπορικός αντίπαλος και βάναυσα αποτελεσματικός.
Στη συνέχεια, η φθηνή ρωσική ενέργεια έφτασε στο τέλος της. Το ρωσικό αέριο που διέρρεε μέσω των γιγάντιων αγωγών Ανατολής – Δύσης της εποχής Μέρκελ ήταν κρίσιμο για την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας . Επέτρεψε στη χώρα να κυριαρχήσει στον βιομηχανικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων σύνθετων χημικών, με εργοστάσια όπως το τεράστιο εργοστάσιο της BASF στο Ludwigshafen να καταναλώνει τόσο αέριο όσο ολόκληρη η Ελβετία.
Μετά τη διακοπή της ροής του φθηνού ρωσικού αερίου, το κόστος έχει εκτοξευθεί στα ύψη, καταστρέφοντας τη βιομηχανική βάση. Η Γερμανία έκλεισε και την πυρηνική βιομηχανία της και αρνείται το fracking (σχιστολιθικό αέριο). Μια υπερανταγωνιστική Πολωνία ακριβώς στα σύνορά της κατασκευάζει τώρα τις πυρηνικές γεννήτριες που χρειάζεται για να τροφοδοτήσει μια βιομηχανία, η οποία κερδίζει έδαφος έναντι της γερμανικής.
Τέλος, το ευρώ δεν είναι πλέον το πλεονέκτημα που ήταν κάποτε. Όταν κυκλοφόρησε το ενιαίο νόμισμα το 1999, το γερμανικό μάρκο κλειδώθηκε σε μια τεχνητά χαμηλή συναλλαγματική ισοτιμία. Σε συνδυασμό με τον περιορισμό των μισθών, επέτρεψε στα γερμανικά εργοστάσια να υπονομεύσουν αβίαστα τους ευρωπαίους ανταγωνιστές στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ηπείρου αποβιομηχανοποιήθηκε ανελέητα, αλλά η Γερμανία γνώρισε άνθηση.
Ήταν υπέροχο όσο κράτησε, τουλάχιστον όσο ήσουν εργάτης στη Στουτγάρδη αντί για τη Σεβίλλη. Μετά από δύο δεκαετίες επίπονης προσαρμογής, ωστόσο, αυτή η διαδικασία έφτασε στο τέλος της. Πράγματι, χώρες όπως η Ελλάδα που υπέφεραν σε μεγάλο βαθμό από τη γερμανική κυριαρχία, τώρα ξεπερνούν τις επιδόσεις της.
Καμία από αυτές τις αρνητικές τάσεις δεν μπορεί να αντιστραφεί εύκολα. Το φρένο χρέους εμποδίζει την κυβέρνηση να προχωρήσει σε δαπάνες και δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι ο συνασπισμός υπό την ηγεσία του καγκελάριου Σολτς έχει ιδέα πώς να δημιουργήσει μια πιο λιτή, ψηφιακή, επιχειρηματική οικονομία.
Το αποτέλεσμα; Έρχονται χρόνια στασιμότητας. Και μια αδύναμη Γερμανία σημαίνει μια αδύναμη Ευρώπη. Η στασιμότητα της μεγάλης οικονομίας της θέτει δύο μεγάλα προβλήματα για ολόκληρο το ευρωπαϊκό μπλοκ. Ο κύριος μοχλός της ανάπτυξης σταματά.
Σίγουρα, η Ελλάδα και η Πορτογαλία τα πάνε πολύ καλύτερα, αλλά δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν η ατμομηχανή για ολόκληρη την ήπειρο. Χωρίς τον γερμανικό κινητήρα, ολόκληρη η ζώνη είναι καταδικασμένη σε μια δεκαετία μηδενικής ανάπτυξης.
Επιπλέον, η Γερμανία ήταν η χώρα που πλήρωνε για ολόκληρο το ευρωπαϊκό σχέδιο. Η Γαλλία δεν αναμένεται να πληρώσει κοινούς λογαριασμούς και η Ιταλία δεν έχει την πολυτέλεια να το κάνει. Τα σχέδια για τεράστιες δαπάνες για «πράσινες βιομηχανίες» έχουν κολλήσει και η ΕΕ θα μπει σε μια αναξιοπρεπή διαμάχη. Η ήπειρος προωθήθηκε από μια υγιή γερμανική οικονομία. Χωρίς αυτή, οι προοπτικές θα μπορούσαν σύντομα να γίνουν πολύ ζοφερές.
- Ο Μάθιου Λιν είναι οικονομικός αρθρογράφος και συγγραφέας. Γράφει για το «WSJ Marketwatch», το «The Spectator» και το «Money Week» καθώς και για την «Telegraph»