Από την 1η Μαϊου, η χώρα μας μπήκε επισήμως στην αντιπυρική περίοδο. Αυτό σημαίνει πως όλοι θα πρέπει να είμαστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί σε ό,τι αφορά τις φωτιές στην ύπαιθρο. «Η αύξηση της ξηρασίας ή η μείωση της υγρασίας του εδάφους, μπορεί να έχει πολύ σοβαρές συνέπειες στην εξάπλωση δασικών πυρκαγιών», ανέφερε ο ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εκπομπή «Συνδέσεις» της ΕΡΤ, ο κ. Ζερεφός μίλησε εκτενώς για το φαινόμενο της ξηρασίας που πληγεί την Ελλάδα. «Κυκλοφόρησαν κάποιες φήμες, ότι το καλοκαίρι αυτό θα είναι πολύ ζεστό. Δεν υπάρχει μοντέλο που να κάνει εποχική πρόβλεψη για την Ελλάδα, για το καλοκαίρι. Είναι υποθέσεις. Επειδή τώρα είμαστε σε θερμή περίοδο, ούτως ή άλλως, αυξάνουν οι θερμοκρασίες. Από κλιματικής πλευράς, κανείς δεν γνωρίζει πόσο ζεστό και πόσους καύσωνες θα έχουμε τους ερχόμενους μήνες» ξεκαθάρισε ο Χρήστος Ζερεφός.
«Αυτό που ξέρουμε, όμως, είναι ότι το κλίμα είναι αποσταθεροποιημένο. Όλοι το ξέρουμε αυτό. Εμείς οι επιστήμονες το βλέπουμε και παγκόσμια. Το ζήτημα αυτό, για να αντιμετωπιστεί, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η αιτία του. Η αιτία είναι η αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου, που εμποδίζουν τον πλανήτη να ψυχθεί προς το διάστημα». «Δυστυχώς δεν θα έχουμε επιστροφή πίσω» είπε για την κλιματική αλλαγή, ενώ πρόσθεσε πως «το ακραίο γεγονός κοντεύει να γίνει σύνηθες», πρόσθεσε.
Η ξηρασία στη Λάρισα μέχρι τη Λακωνία
Αναφερόμενος σε μια πρόσφατη επιστημονική μελέτη για το κλίμα στη Μεσόγειο, ο κ. Ζερεφός ανέφερε ότι σημαντικούς κινδύνους αντιμετωπίζει η Ανατολική Ελλάδα, ιδίως από την κοιλάδα της Λάρισας μέχρι τη Λακωνία.
Το πρόβλημα ξηρασίας στη χώρα μας σημείωσε ότι θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια. «Το 2050 – 2060 είναι ένα χαρακτηριστικό έτος, πέρα από το οποίο όλα γίνονται πολύ πιο γρήγορα και επικίνδυνα. Μέσα σε αυτό συμπεριλαμβάνονται καύσωνες, ακραία καιρικά φαινόμενα, ξηρασία», τόνισε ο κ. Ζερεφός.
Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό, αυτές οι ζημιές που θα γίνουν τώρα, θα τις πληρώσουν τα εγγόνια μας. «Το κόστος της κλιματικής αλλαγής παγκοσμίως είναι τεράστιο. Έχει υπολογιστεί ότι στο τέλος του αιώνα θα ξεπεράσει τα 123 τρισ. δολάρια».