Στο χωριό Πηνειάδα, λίγο έξω από τη Λάρισα, διαμορφώνεται μια κατάσταση που αποτυπώνει πως το «σήμερα» επεκτείνεται και τρώει το «χθες» για να έρθει ένα διαφορετικό «αύριο». Κάποια αρχαία βυθίζονται στα νερά. Μύθοι περιπλέκονται με ιστορία και ο Πηνειός βγαίνει κερδισμένος. Απλώνεται και σαρώνει στο πέρασμά του μια πόλη που χάνεται, σύμφωνα με το larissanet.gr.
Σύμφωνα με το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλικών Σπουδών ο Άτραξ τοποθετείται στο ύψωμα «Κάστρο», αμέσως νότια του χωριού Πηνειάδα και κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Πηνειού ποταμού.
Βρισκόταν στα όρια των αρχαίων τετράδων Πελασγιώτιδας και Εστιαιώτιδας, που συμπίπτουν με τα σημερινά σύνορα των Νομών Λάρισας και Τρικάλων. Η πόλη έλεγχε το στενό πέρασμα που δημιουργείται από τα όρη του Ζάρκου στα βόρεια και το βουνό Τίτανος στα νότια μέσα από το οποίο ο Πηνειός εισέρχεται στην ανατολική θεσσαλική πεδιάδα.
Βέβαια στα αρχαία χρόνια, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Φώτη Ντάσιο, η κοίτη του ποταμού ήταν 3 χλμ. βορειότερα της σημερινής, ενώ στις μέρες μας προσεγγίζει την αρχαία πόλη και τα εκτεταμένα ελληνιστικά και ρωμαϊκά νεκροταφεία της, «κόβοντας» σε πολλές περιπτώσεις αρχαία κατάλοιπα, κάτι που αποτυπώνεται και στις φωτογραφίες του Larissanet.gr.
Ιδρυτής της πόλης σύμφωνα με το μύθο υπήρξε ο Λαπίθης ΄Ατραξ, γιος του Πηνειού και της Βούρας.
Σύμφωνα πάντα με το άρθρο του Φώτη Ντάτσιου του Α.Ι.Θ.Σ., στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. η πόλη κόβει νομίσματα, αργυρά- τριόβολα και οβολούς με κεφαλή νύμφης και άλογο- και χάλκινα – με κεφαλή Απόλλωνα ή γενειοφόρου άνδρα (Άτραξ;) ή νύμφης και άλογο ή ιππέα ή ταύρο. Στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. ο ΄Ατραξ μαζί με τη Λάρισα και άλλες πόλεις ακολούθησε αντιφεραϊκή πολιτική ενάντια στο ζυγό των τυράννων των Φερών, από τον οποίο απελευθερώθηκε μετά την παρέμβαση του Φιλίππου Β΄ που εγκατέστησε φρουρά στην πόλη για να ελέγχει το πέρασμα από τη Λάρισα προς Τρίκκη. Την περίοδο της μακεδονικής κυριαρχίας, ο Άτραξ ακμάζει και πολίτες του συμμετέχουν ενεργά στα θεσσαλικά πράγματα. Το 198 π.Χ., η πόλη με την παρουσία των μακεδόνων στρατιωτών αποκρούει την επίθεση του Ρωμαίου υπάτου Τίτου Φλαμινίνου, όπως και λίγα χρόνια αργότερα, το 191 π.Χ., ως ρωμαϊκό πλέον οχυρό απωθεί τις δυνάμεις του Αντιόχου Γ΄ της Περγάμου. Για τη ρωμαϊκή περίοδο δεν έχουμε καμιά γραπτή μαρτυρία για την πόλη, η οποία συνέχισε να υφίσταται μέχρι και τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια.
Τα τείχη
Οι δημοσιευμένες έως σήμερα περιγραφές των τειχών της από ένα σημείο και μετά είναι αντιφατικές, αφού λείπει η συστηματική μελέτη των φάσεων της οχύρωσής της. Αρχικά φαίνεται ότι η πόλη κάλυπτε την πλαγιά του λόφου και αναπτυσσόταν σε επάλληλα άνδηρα. Περιβαλλόταν από ένα τείχος που κατέρχεται τις ανατολικές και δυτικές κλιτύς του υψώματος σχηματίζοντας ένα είδος τριγωνικής οχύρωσης, της οποίας η κύρια πύλη σώζεται στο βορεινό της άκρο, κοντά στο ποτάμι. Στο νότιο και ψηλότερο σημείο του υψώματος δημιουργείται μία μικρότερη τριγωνική οχύρωση, που αποτελεί την ακρόπολη, με ισχυρό πύργο στην κορυφή (νότια) και με πύλη ανάμεσα σε πύργους (βόρεια) για την επικοινωνία με την πόλη. Η οχύρωση αυτή θεωρείται ότι κατασκευάστηκε τον 5ο αι. π.Χ. και αναφέρεται ως πολυγωνική, αν και δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από την κυρίαρχη της υπόλοιπης οχύρωσης ακανόνιστη τραπεζιόσχημη τειχοδομία. Στον επόμενο αιώνα και προφανώς με τη φροντίδα των Μακεδόνων, τα τείχη της πόλης ανακατασκευάστηκαν και ίσως ενισχύθηκαν με οδοντώσεις στη θέση πύργων, ενώ την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα η πόλη επεκτάθηκε προς τα ανατολικά. Η επέκταση έγινε σε βάρος των κλασικών νεκροταφείων και περιβλήθηκε με τείχος ισοδομικής τραπεζιόσχημης τειχοδομίας, με ορθογώνιους πύργους. Εδώ, με βάση τα κινητά ευρήματα, θα πρέπει να τοποθετηθεί η αγορά, ιερά και πιθανότατα το θέατρο της πόλης των ελληνιστικών χρόνων. Αντίστοιχη επέκταση προς τα δυτικά δε θεωρείται πιθανή και η εκεί διασπορά θα πρέπει να αποδοθεί σε extra muros οικιστικά κατάλοιπα.
Την πορεία του παλαιότερου συνεπτυγμένου τείχους, με μικρές αποκλίσεις, ακολούθησε και το μεταγενέστερο βυζαντινό, που σώζεται μέχρι και ύψους 6 μ. Σύμφωνα με τον Προκόπιο κατασκευάσθηκε στα πλαίσια του προγράμματος επανατείχισης του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ.). Είναι δομημένο από αργολιθοδομή και επαναχρησιμοποίηση αρχαίου οικοδομικού υλικού με συνδετικό υλικό κονίαμα.
Παρότι μέχρι σήμερα στον χώρο δεν έχουν γίνει ανασκαφές, έχει περισυλλεγεί μεγάλος αριθμός ψηφισμάτων, αναθηματικών και επιτυμβίων στηλών. Με βάση επιγραφικά ευρήματα στην πόλη μαρτυρείται πλήθος λατρειών: Διονύσου και Νυμφών -από ιερό εντοπισμένο στη σημ. κοίτη του ποταμού-, Αθανάτων Δαιμόνων, Εννοδίας, Εκάτης, Γης, Λευκαθέας, Διός με την επωνυμία Θαύλιος, Ομολώιος, Τριτόδιος και Καταιβάτης, Απόλλωνος «Εβδομαίου», «Λυκείου» και «Αγρέως», Ποσειδώνα Πατραγένη, Άρτεμης «Σώτειρας», «Στρατίας» και «Θροσίας», Αθηνάς και Θέμιδος «Αγοραίας», Ηρακλή, Δήμητρας και Κόρης καθώς και του Ερμή Χθονίου.
Η περιοχή τέλος, φημιζόταν για τα λατομεία λευκού μαρμάρου, του γνωστού ατράκιου-που συχνά συγχέεται με το πράσινο μάρμαρο της Χασάμπαλης Λάρισας- και με το οποίο έγινε γνωστή και ιδιαίτερη καλλιτεχνική παραγωγή γλυπτών της περιοχής (εργαστήριο Άτραγα).