Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ ελπίζουν, ότι η πρωτοποριακή ανακάλυψή τους θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία πιο αποτελεσματικών μεθόδων απορρύπανσης επικίνδυνων ρύπων, όπως τα PCBs και οι διοξίνες.
Μετά από 15 χρόνια ερευνών οι ερευνητές δημοσίευσαν τα συμπεράσματά τους στο περιοδικό Nature, στο οποίο εξηγούν πώς συγκεκριμένοι οργανισμοί καταφέρνουν να μειώνουν την τοξικότητα των ρύπων.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα στην ιστοσελίδα sciencedaily.com, η ερευνητική ομάδα από το Ινστιτούτο Βιοτεχνολογίας του πανεπιστημίου του Μάντσεστερ μελέτησε, πώς ορισμένοι φυσικοί οργανισμοί καταφέρνουν να μειώνουν τα επίπεδα τοξικότητας των ρύπων και να συρρικνώνουν το όριο ζωής πολλών «διαβόητων» ρύπων.
«Γνωρίζουμε ήδη ότι ορισμένοι από τους πιο τοξικούς ρύπους περιέχουν άτομα αλογόνου και πως τα περισσότερα βιολογικά συστήματα απλά δε γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν αυτά τα μόρια. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι οργανισμοί, οι οποίοι μπορούν να απομακρύνουν αυτά τα άτομα αλογόνου με τη χρήση της βιταμίνης B12. Μέσα από την έρευνά μας διαπιστώσαμε, ότι οι οργανισμοί αυτοί χρησιμοποιούν τη βιταμίνη B12 με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο, απ’ ό,τι γνωρίζαμε μέχρι τώρα» εξηγεί ο καθηγητής David Leys.
«Η λεπτομερής εξήγηση του πώς λειτουργεί αυτή η καινοτόμος διαδικασία απορρύπανσης, σημαίνει ότι τώρα είμαστε σε θέση να βρούμε πώς θα την αντιγράψουμε. Ελπίζουμε ότι θα καταφέρουμε να βρούμε νέους, πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την αντιμετώπιση των τοξινών, που θα έχουν πιο άμεση εφαρμογή» πρόσθεσε ο ίδιος.
Χρειάστηκε να περάσουν 15 χρόνια, προκειμένου ο καθηγητής και οι συνεργάτες του να φτάσουν σε αυτή τη διαπίστωση. Η κυριότερη δυσκολία που αντιμετώπισαν ήταν η καλλιέργεια αρκετών από αυτούς τους φυσικούς οργανισμούς, προκειμένου να μελετήσουν επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο αποτοξινώνουν τους ρύπους.
Η ερευνητική ομάδα κατάφερε τελικά, να δεσμεύσει βασικές πρωτεΐνες-κλειδιά μέσα από τη γενετική τροποποίηση άλλων, ταχύτερα αναπτυσσόμενων οργανισμών. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησαν κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ για να μελετήσουν σε τρισδιάστατη μορφή, πώς επιτυγχάνεται αυτή η διαδικασία αφαίρεσης των αλογόνων.
Το κύριο κίνητρο πίσω από αυτή την έρευνα ήταν να εξεταστούν οι τρόποι με τους οποίους μπορούν να καταπολεμηθούν τα δεκάδες επιβλαβή μόρια που απελευθερώνονται στο περιβάλλον, δεδομένου ότι η συγκέντρωση αυτών των μορίων έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου και η παρουσία τους θέτει μια πολύ μεγάλη απειλή για το περιβάλλον και την ανθρωπότητα.
«Πέρα από την καταπολέμηση της τοξικότητας και της μακροζωίας των ρύπων, είμαστε βέβαιοι ότι τα ευρήματά μας θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα στην ανάπτυξη καλύτερων μεθόδων για την εξέταση δειγμάτων του περιβάλλοντος ή των τροφίμων» κατέληξε ο καθηγητής.