Νέες -άγνωστες έως τώρα- αποικίες αυτοκρατορικών πιγκουίνων στην Ανταρκτική «ξετρύπωσαν» Βρετανοί επιστήμονες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τις υψηλής ανάλυσης εικόνες ευρωπαϊκού δορυφόρου για να φτάσουν σε αυτήν την ανακάλυψη. Αποκαλύφθηκε έτσι, ότι υπάρχουν σχεδόν 20% περισσότερες αποικίες από όσες είχαν εκτιμηθεί έως τώρα.
Οι ερευνητές της Βρετανικής Ανταρκτικής Αποστολής, με επικεφαλής τον γεωγράφο δρ. Πίτερ Φρέτγουελ, οι οποίοι αξιοποίησαν τις εικόνες του δορυφόρου Copernicus Sentinel-2 και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα δορυφορικής παρατήρησης του περιβάλλοντος «Remote Sensing in Ecology and Conservation», εντόπισαν 11 νέες αποικίες.
Αυξήθηκε έτσι από 50 σε 61 πλέον ο αριθμός των γνωστών αποικιών αυτοκρατορικών πιγκουίνων πάνω και γύρω από τη νοτιότερη ήπειρο της Γης. Η από ψηλά ανίχνευση κατέστη εφικτή από τα διακριτά κοκκινο-καφέ περιττώματα που αφήνουν οι πιγκουίνοι πάνω στους ολόλευκους πάγους.
Για «συναρπαστική ανακάλυψη» έκανε λόγο ο Φρέτγουελ σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και ανέφερε ότι «αν και πρόκειται για καλά νέα, καθώς υπάρχουν περισσότεροι πιγκουίνοι από όσους νομίζαμε, οι νέες αποικίες είναι μικρές και έτσι ανεβάζουν το συνολικό των πιγκουίνων κατά μόνο 5% έως 10%, σε λίγο πάνω από μισό εκατομμύριο πουλιά συνολικά ή 265.500 έως 278.500 αναπαραγωγικά ζευγάρια».
Οι εν λόγω πιγκουίνοι -που αποτελούν ένα εμβληματικό είδος- ζουν σε απομονωμένες και δυσπρόσιτες περιοχές με θερμοκρασίες έως μείον 50 βαθμούς Κελσίου το χειμώνα, έτσι είναι πολύ δύσκολο να μελετηθούν από τους επιστήμονες. Ανάμεσα στις διάσπαρτες αποικίες, καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει μερικές εκατοντάδες πιγκουίνους, υπάρχει απόσταση τουλάχιστον 100 χιλιομέτρων.
Οι αλλαγές στο κλίμα αναμένεται να ασκήσει νέες πιέσεις στους αυτοκρατορικούς πιγκουίνους, καθώς είναι οι μόνοι που αναπαράγονται πάνω στους ευάλωτους θαλάσσιους πάγους και όχι στην παγωμένη στεριά. Ενδεικτικά, μια από τις νέες αποικίες βρέθηκε σε μεγάλη απόσταση 180 χιλιομέτρων από την ακτή της Ανταρκτικής. Μάλιστα, μια εκτίμηση αναφέρει ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός τους μπορεί να μειωθεί στο μισό ή και λιγότερο έως το 2100.