Αποτροπιασμό προκαλούν οι δολοφονίες θαλάσσιων θηλαστικών στο Αιγαίο.
Μετά από την πρόσφατη ανακοίνωση του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος» για τις 7 μεσογειακές φώκιες, που εντοπίστηκαν νεκρές στο Αιγαίο τις ημέρες των περιορισμών, τα νέα περιστατικά για τα οποία ενημερώθηκε το Ινστιτούτο από τις τοπικές αρχές και πολίτες εντείνουν την ανησυχία για την έκταση του προβλήματος.
Ακόμα μία νεαρή φώκια εντοπίστηκε νεκρή στα βόρεια Δωδεκάνησα, με ένα σχοινί δεμένο στο ουραίο πτερύγιό της, ενώ 3 νεκρά ζωνοδέλφινα εντοπίστηκαν σε 3 περιοχές του Βορειοανατολικού Αιγαίου και αυτά με εμφανή σημάδια δολοφονίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα πτερύγια των δελφινιών είχαν κοπεί με μαχαίρι, δηλαδή είχαν πεταχτεί στη θάλασσα ζωντανά για να πνιγούν.
Το «Αρχιπέλαγος» μελέτησε τα θαλάσσια ρεύματα για να προσδιοριστεί ποιος θα μπορούσε να είχε προχωρήσει σε μια τέτοια αποτρόπαιη πράξη. Τα νεκρά ζωνοδέλφινα, αναφέρει το Ινστιτούτο, προέρχονται από μία πολυμελή ομάδα στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Ικαρία, τη Χίο και τη Σάμο, τα οποία παραμένουν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους στο ανοιχτό πέλαγος, σε περιοχές με βαθιά νερά.
Η ανακοίνωση του διευθυντή του Ινστιτούτο Θοδωρή Τσιμπίδη αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Παρόλο που αυτό το είδος δελφινιού παλαιότερα δεν προσέγγιζε τα αλιευτικά εργαλεία, παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια, τα ζωνοδέλφινα προσεγγίζουν τις μηχανότρατες ολοένα και συχνότερα, λόγω της μείωσης της τροφής τους που έχει προκαλέσει η συνεχής υπεραλίευση.
Εκτιμάμε λοιπόν ότι τα συγκεκριμένα δελφίνια (και ποιος ξέρει πόσα άλλα) εγκλωβίστηκαν την ώρα που οι σάκοι των μηχανοτρατών ανέβαιναν γεμάτοι με ψάρια κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Με βάση τα τραύματα τους είναι ξεκάθαρο ότι τα δελφίνια βγήκαν ζωντανά στο κατάστρωμα των σκαφών και τα πέταξαν ζωντανά στη θάλασσα με κομμένα τα πτερύγια για να μην μπορούν να κολυμπήσουν, έχοντας τελικά ένα βασανιστικό θάνατο.
Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εάν αυτή η δολοφονία προκλήθηκε από ελληνικό ή τουρκικό αλιευτικό σκάφος, καθώς σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή δραστηριοποιούνται μηχανότρατες και από τις δύο χώρες.
Με όλα αυτά τα πραγματικά προβλήματα που προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά, τη μυρωδιά από τα νεκρά θηλαστικά που προσπαθούμε να αποβάλουμε από πάνω μας, αλλά και τη ψυχολογική στήριξη που πρέπει να προσφέρουμε στους συνεργάτες μας που ανταποκρίνονται σε αυτά τα δραματικά περιστατικά στο πεδίο, θα περιμέναμε τουλάχιστον από όσους ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος, έστω και αυτή τη φορά να εκφράσουν την πραγματική τους ανησυχία.
Εάν είμαστε ειλικρινείς όμως πρέπει να παραδεχθούμε ότι η προστασία της άγριας ζωής και του περιβάλλοντος στην Ελλάδα έχει αποτύχει, ενώ το μέλλον διαφαίνεται ακόμα χειρότερο. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή όπου και αν κοιτάξει κανείς».