Μια νέα μελέτη βρήκε πρόσφατα πως τα συστατικά που υιοθετήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 ως εναλλακτικές στα βλαβερά για το όζον χημικά μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλές συγκεντρώσεις επιβλαβών χημικών. Αυτά μάλιστα επιδρούν στο περιβάλλον επ’ άπειρο.
Τα χημικά αυτά μπήκαν στο στόχαστρο κατά το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ για τις ουσίες που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος το 1987, όταν απαγορεύτηκαν τα χημικά που βλάπτουν το όζον, οι χλωροφθοράνθρακες, οι υδροφθοράνθρακες κ.λπ.
Το Πρωτόκολλο κατάφερε τελικά στα χρόνια που θα έρχονταν να βελτιώσει την κατάσταση της τρύπας του όζοντος, όπως υποδεικνύει όμως η νέα μελέτη, είχε και ανεπιθύμητες συνέπειες για το περιβάλλον.
Τα χημικά που ήρθαν να αντικαταστήσουν τις ουσίες που καταστρέφουν το όζον είναι κάποια καρβοξυλικά οξέα, τα πλήρως φθοριωμένα καρβοξυλικά οξέα (scPFCAs), που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανική παραγωγή, τις κατασκευές, ακόμα και τα κλιματιστικά.
Το μόνο κακό; Πως αυτές οι πολυφθοροαλκυλικές ουσίες, όπως οι πλήρως φθοριωμένες αλκυλοσουλφονικές ενώσεις (PFASs), ζουν για πάντα. Και μολύνουν για πάντα. Και έχουν συνδεθεί με πολλά προβλήματα υγείας, μεταξύ των οποίων και ο καρκίνος.
Αυτό μας λένε οι ερευνητές στο άρθρο τους στο «Geophysical Research Letters», πως ανακάλυψαν μια ολοένα και μεγαλύτερη παρουσία των scPFCAs στο περιβάλλον κοιτώντας στους πάγους της Αρκτικής.
Για την ώρα δεν γνωρίζουμε πώς επηρεάζεται ο άνθρωπος από την παρουσία τους. Ούτε και πόσο τρομακτικό είναι το φαινόμενο.
Η μελέτη τονίζει απλώς πως αυτά τα χημικά «χαρακτηρίζονται από αντίσταση στην αποσύνθεση του περιβάλλοντος και πιθανά αρνητικά αποτελέσματα στον άνθρωπο και την περιβαλλοντική υγεία».